νεα κρητη totalfitness news

ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟΣ
τα καρτέρια του Εξωμβούργου!

Ο κόσμος της Τήνου την προπολεμική εποχή αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες καθώς τα χωράφια ήταν λίγα και άγονα και ήθελαν πολλή δουλειά για να αποδώσουν. Ο Νίκος Πλυτάς γεννήθηκε το 1931 και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό του νησιού, το Μουντάδος, και τα πρώτα χρόνια της ζωής του πέρασαν μέσα στην ανέχεια.
Ο πατέρας του, Ανδρέας, ήταν χτίστης αλλά έκανε και τον ταχυδρόμο του νησιού, αναλάμβανε δηλαδή να μεταφέρει σε κοφίνια με τα καΐκια διάφορα πράγματα από το νησί στους Τηνιακούς που ζούσαν στην Αθήνα. Αυτό τον έκανε να πάρει την πολυμελή οικογένειά του, επτά παιδιά και τη μητέρα του Σταματούλα και να τους φέρει στην Αθήνα για να βρει μεροκάματο. Δεν στέριωσαν όμως γιατί ξέσπασε ο πόλεμος και μπροστά στο φάσμα της πείνας, τους πήγε πίσω στο νησί με το καΐκι «Αλεβίζος» όπου έκαναν δυο μέρες για να επιστρέψουν στην Τήνο.

Το κυνήγι, οι Τηνιακοί το αγαπούσαν ιδιαίτερα και επιπλέον αποτελούσε και συμπλήρωμα για το φτωχικό τραπέζι

Με χίλια βάσανα κατάφεραν να μην πεινάσουν. Στην απελευθέρωση ο πατέρας του μαζί με άλλους Μουνταδιανούς παίρνουν εργολαβικά να χτίσουν το Γυμνάσιο της Χώρας και κατόπιν το Γηροκομείο, ενώ ο Νίκος πηγαίνει να ζήσει με έναν άκληρο θείο του, τον Αντώνη, για τον οποίο δούλεψε σκληρά. Μπορεί να υπήρχαν δυσκολίες στη ζωή των Τηνιακών εκείνα τα χρόνια, αλλά η ζωή δεν έπαυε να έχει τις χαρές της, και μια από αυτές για τους άντρες ήταν το κυνήγι, πράγμα που οι Τηνιακοί αγαπούσαν ιδιαίτερα και επιπλέον αποτελούσε και συμπλήρωμα για το φτωχικό τραπέζι.


Ο πατέρας του Νίκου ήταν καλός κυνηγός. Του άρεσαν ιδιαίτερα τα παπιά που κάθε χειμώνα έπεφταν στα παράλια μέρη της Τήνου που ήταν γεμάτα νερά. Για να πάνε στα παράλια από το Μουντάδο, κινούσαν από τις 2 το βράδυ γιατί ήθελαν παραπάνω από μια ώρα και έτσι προλάβαιναν τα πουλιά νωρίς το πρωί και ποτέ δεν έφευγαν παραπονεμένοι. Για όπλο είχαν ένα παλιό το οποίο μάζεψαν οι Ιταλοί, αλλά είχαν και ένα δίκαννο το οποίο έθαψαν στην κατοχή και σαν ησύχασαν τα πράγματα το έβγαλαν από την τρύπα σκουριασμένο αλλά ο Νίκος το επισκεύασε και λειτουργούσε άψογα μέχρι πριν από δέκα περίπου χρόνια που σταμάτησε λόγω ηλικίας το κυνήγι.

Τοπίο της Τήνου που κυνηγούσε ο Πλυτάς. 

Το βουνό είναι το Ξώμπουργο Τοπίο της Τήνου που κυνηγούσε ο Πλυτάς. Το βουνό είναι το Ξώμπουργο «Ηταν γεμάτος ο τόπος πουλιά τότε, τρυγόνια, ορτύκια, πέρδικες» μας λέει «αλλά τώρα χάθηκαν όλα. Τα κυνηγούσαμε για να τρώμε αλλά ήταν και πολλοί που τα έδιναν σε εμπόρους, τον Μπαταρόλλα και τον Κωστάκη που στέκονταν στην αρχή της Παλιού Δρόμου που οδηγεί στην Ευαγγελίστρια και αυτοί τα έβαζαν σε κοφίνια, τα γέμιζαν με ρίγανη για να μη χαλάσουν και τα έστελναν στην Αθήνα. Εδινε και ο πατέρας καμιά φορά για να βγάζει τα απαραίτητα, μπαρούτι και σκάγια για το κυνήγι. Τα φυσίγγια τα έφτιαχνε μόνος του. Ηταν και μερικοί που πάστωναν τα πουλιά, αλλά ήταν λίγοι. Κάποιοι πάλι που είχαν σκυλιά κυνηγούσαν και λαγούς. Κυνηγούσε και ο πατέρας, είχε κάποτε έναν καλό σκύλο. Με σφεντόνες...

«Εγώ ξεκίνησα να κυνηγάω μικροπούλια από 12 χρονών με σφεντόνες και σαΐτες. Πήγαινα κάτω από τα δεντρουλάκια και δεν μου ξέφευγε τίποτα. Πηγαίναμε όλα τα παιδιά, τις Κυριακές που δεν είχαμε σχολείο να κυνηγήσουμε. Εγώ είχα ένα ντροβαδάκι με δίκτυ και το γυρνούσα σπίτι γεμάτο πουλιά. Ημουν καλός σκοπευτής και είχα βαρέσει ακόμη και ορτύκια με τη σφεντόνα. Οταν ήταν τα σύκα πήγαινα κάτω από τις συκιές και ό,τι ερχόταν, το έριχνα κάτω με τις σαΐτες.

Ο Νίκος Πλυτάς με δίκαννο που κυνηγούσε μια ζωή στο εξοχικό του σπίτι στη Γύρλα

Στα 14 πήρα στα χέρι μου ένα εμπροσθογεμές μονόκαννο που είχε ο θείος μου ο Αντώνης και άρχισα με αυτό. Αυτό το όπλο ο θείος μου τα καλοκαίρια το νοίκιαζε σε άλλους που ήθελαν να κυνηγήσουν για να βγάλει χρήματα. Οταν το έβρισκα ελεύθερο πήγαινα με τον ξάδερφό μου, τον Βαγγέλη Παντεσάρο στις εξοχές για κυνήγι. Αυτός γέμιζε το όπλο του με ένα κέρατο από γελάδα που είχε μέσα την μπαρούτη αλλά δεν κατάφερνε και πολλά πράγματα αφού δεν κατάφερνε να βάλει πάντα τη σωστή δόση. Εγώ το γέμιζα με τη μεζούρα του πατέρα και είχα επιτυχία. Ο,τι πετούσε μπροστά μου δεν γλίτωνε.

Στο χωριό κυνηγούσαν σχεδόν όλοι. Ο πιο παλιός κυνηγός που θυμάμαι ήταν ο Νικόλας Πλάνος και σε αυτόν έμοιασε και ο γιος του Βαγγέλης. Ηταν γεμάτος πουλιά ο τόπος τότε, βγάζαμε άδειες και κυνηγούσαμε όταν θέλαμε. Ηταν τότε όλα τα χωράφια καλλιεργημένα κριθάρια και είχαν τροφή τα πουλιά και οι λαγοί. Από τη δική μου γενιά, καλοί κυνηγοί ήταν ο Σπύρος Σιγάλας που ζει ακόμη, τα αδέρφια Σάββας και Βασίλης Πλυτάς, ο Αντώνης Γιαγιάς, ο Στέφανος Γιαγιάς και ο αδερφός μου Φραγκίσκος. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στις τρύπες που φώλιαζαν τα αγριοπερίστερα, κρεμούσαμε έναν κάτω και μάζευε πιτσούνια και μετά ερχόμασταν στα καφενεία του Πλάνου και τα μαγειρεύαμε, κοκκινιστά. Πολλές φορές κρεμούσαν κι εμένα μέσα σε αυτές τις τρύπες γιατί ήμουν ελαφρός και ευλύγιστος.

Σαν μαζευόμασταν στο καφενείο να γλεντήσουμε μετά το κυνήγι, έρχονταν δυο χωριανοί, ο Λωτός και ο Κουτσολευτέρης οι οποίοι ήταν μουσικοί και έπαιζαν. Ο Λωτός έπαιζε βιολί και ο Κουτσολευτέρης λαγούτο. Αυτοί είχαν από ένα γάιδαρο και έπαιζαν καβάλα. Για να παίξουν όμως έπρεπε να ταΐζουμε τα γαΐδούρια κριθάρι. Μόλις σταματούσαμε να ταΐζουμε τα γαΐδούρια, τότε σταματούσαν και αυτοί τα όργανα. Φέρναμε από τα σπίτια κριθαράκι και ρύζι και μας μαγείρευε τα πουλιά ο Πλάνος και πίναμε το δικό του κρασί και ρακί».

Ο Νίκος πήγε στο Γυμνάσιο μόνο δυο τάξεις, υπηρέτησε στον στρατό το 1952 και μάλιστα επιλέχθηκε και εκπαιδεύτηκε να πάει στην Κορέα αλλά δεν πρόλαβε γιατί υπεγράφη η συνθήκη ειρήνης. Ετσι σαν απολύθηκε και γύρισε στο νησί, ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία, βοηθώντας τον πατέρα του και έμειναν μαζί μέχρι που πέθανε και για να τον θυμάται κράτησε το δίκαννο του.

Το 1970 παράτησε τα χωράφια και τα ζωντανά και άρχισε να δουλεύει οδηγός στα φορτηγά και σε λίγα χρόνια σαν συγκέντρωσε ένα ποσό, αγόρασε ένα ταξί «Opel Record» και με αυτό έκλεισε τον κύκλο της δουλειάς του και συνταξιούχος σήμερα, ζει στη Χώρα με την αδερφή του Κρυσταλλία. Παρ' ότι οι υποχρεώσεις στο ταξί εκείνη την εποχή ήταν βαριές, αυτός συνέχισε να κυνηγάει τα πρωινά. Κάποτε μαζί με δυο φίλους του, έβγαλαν και μια βάρκα, «Μαρία» την έλεγαν και πήγαιναν για καλαμάρια. Την παράτησαν όμως και με αυτό που ασχολείται ακόμη σήμερα είναι το κτήμα που έχει στη Γύρλα στο οποίο έχει φυτεμένα όλων των λογιών τα καρποφόρα δέντρα και λαχανικά... Πηγαίνει καθημερινά σε αυτό το κτήμα και το απολαμβάνει. Μάλιστα βάζει ένα πουλάκι που κελαηδάει με μπαταρία να σφυρίζει όσο μένει εκεί...

ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: «ΜΙΚΡΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ»

ΠΗΓΗ: http://www.kynigi.org

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ!! Σας παρακαλούμε πατήστε LIKE - "Μου αρέσει"!!

 
Top