Η μαρμαροτεχνία και η μαρμαρογλυπτική δεν έχουν σαφή διαχωριστικά όρια στον επαγγελματικό τομέα των Τηνίων. Οι ίδιοι άνθρωποι, που γενικότερα ονομάζονται μαρμαράδες,
είναι ταυτόχρονα τεχνίτες και καλλιτέχνες. Τα δημιουργήματά τους είναι πολλά και εμφανή σε κάθε σημείο του νησιού. Παλαιότερα, ακόμη και αντικείμενα καθημερινής χρήσης κατασκευάζονταν από το μάρμαρο του τόπου, όπως τα πετροτύρια για την παρασκευή τυριού, τα καλούπια όπου χύνονταν το σαπούνι κ.ά.
είναι ταυτόχρονα τεχνίτες και καλλιτέχνες. Τα δημιουργήματά τους είναι πολλά και εμφανή σε κάθε σημείο του νησιού. Παλαιότερα, ακόμη και αντικείμενα καθημερινής χρήσης κατασκευάζονταν από το μάρμαρο του τόπου, όπως τα πετροτύρια για την παρασκευή τυριού, τα καλούπια όπου χύνονταν το σαπούνι κ.ά.
Οι Τήνιοι μαρμαράδες, τις περισσότερες φορές εμπειρικά και με γνώμονα τη διαίσθηση, τη φαντασία και την απέραντη αγάπη για το αντικείμενο της δουλειάς τους, δημιούργησαν - και συνεχίζουν να το πράττουν - εκπληκτικά καλλιτεχνικά αριστουργήματα. Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο.
Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό. Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Υστέρνια. Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες. Η ιστορία της μαρμαροτεχνίας στο νησί ξεκινά από την αρχαιότητα. Με το τοπικό μάρμαρο φτιάχνονταν ναοί, βωμοί, αγάλματα θέων κ.ο.κ. τόσο στην Τήνο, όσο και στη Δήλο. Η πρώτη κρίση του επαγγέλματος, που είχε ως αποτέλεσμα και την εξαφάνισή του, ήρθε όταν η πίστη στους παλιούς θεούς άρχισε να μειώνεται σε σημαντικό βαθμό. Στα χρόνια της ενετοκρατίας, το νησί αναδεικνύει και πάλι την έφεσή του στη μαρμαρογλυπτική, η οποία αρχικά αναπτύσσεται γύρω από δύο μεγάλα και σχετικά κοντινά χωριά, τον Πύργο και τα Υστέρνια.
Οι Βενετοί πρωτοστατούν στην επαναφορά της τέχνης στην Τήνο, αυξάνοντας τη ζήτηση για τέτοιου είδους καλλιτεχνήματα. Πολλοί ξενιτεμένοι τεχνίτες επαναπατρίζονται. Η επεξεργασία των μαρμάρων αποκτά και πάλι τη χαμένη της αίγλη και αρχίζει να διαδίδεται από γενιά σε γενιά. Το 17ο αιώνα, μαρμαράδες ακολουθούν τους οικοδόμους, για να κατασκευάσουν διακοσμητικά και άλλα μέρη της οικοδομής, ενώ πολλοί ντόπιοι κτίστες συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες. Η οικονομική και πολιτιστική άνθηση του 18ου αιώνα βρίσκει τη μαρμαροτεχνία στο απόγειό της. Τότε διευρύνεται το φάσμα των εργαλείων και των τεχνικών της. Σταδιακά τα στενά όρια της Τήνου ανοίγουν και οι μαρμαροτεχνίτες του νησιού απλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα και στο εξωτερικό, διαπρέποντας κυρίως στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία. Εκείνη την εποχή γεννιούνται στο νησί κορυφαίοι εκπρόσωποι της νεοελληνικής γλυπτικής. Οι Τήνιοι τεχνίτες συμμετέχουν ενεργά στην αναγέννηση του απελευθερωμένου Ελληνικού κράτους μετά την τουρκοκρατία. Χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες για την ανοικοδόμηση της Αθήνας. Η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βουλή, το Αρχαιολογικό Μουσείο, η Μητρόπολη, αλλά και μέγαρα, εκκλησίες και αναστηλώσεις αρχαίων μνημείων είναι μόνο μερικά από τα έργα που αναλαμβάνουν.
Πολλοί μαρμαροτεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στην Αθήνα. Επιπρόσθετα, με την ίδρυση της έδρας γλυπτικής στο Πολυτεχνείο, το 1847, ξεκινά η διάκριση ανάμεσα στους εμπειρικούς μαρμαρογλύπτες - μάστορες και τους σπουδασμένους γλύπτες -καλλιτέχνες. Ο διαχωρισμός αυτός σηματοδοτεί το τέλος της λεγόμενης «λαϊκής λιθογλυπτικής» και την αρχή μίας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από δύο παράλληλα συστήματα: την «καλλιτεχνική γλυπτική» και την «εμπειρική μαρμαρογλυπτική». Στα τέλη του 19ου αιώνα, μαρμαρογλυφεία Τηνίων και αργότερα μαρμαροβιοτεχνικές μονάδες ιδρύονται εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά και σε άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ συνεχίζεται η έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Όμως η μαζική μετανάστευση και ο αντίκτυπος των επιρροών από τον ξενόφερτο τρόπο ζωής αρχίζουν να πλήττουν το νησί και κυρίως τα χωριά όπου αναπτύχθηκε η μαρμαροτεχνία. Παρόλα αυτά η ζωτικότητά αυτών των οικισμών καταφέρνει να διατηρηθεί έως και τη δεκαετία του '50.
Η παρακμή της τέχνης είναι ιδιαίτερα έντονη μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως κατά τη δεκαετία του '70 λειτουργεί μόνο ένα εργαστήρι σε ολόκληρη τη νήσο. Ωστόσο, η οικοδομική ανάπτυξη του 1978-80, με παραδοσιακού χαρακτήρα κτίσματα, επαναφέρει στο προσκήνιο τα διάφορα μαρμάρινα διακοσμητικά. Έτσι, νέοι τεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στον Πύργο και στη Χώρα, ενώ σιγά - σιγά η ζήτηση αρχίζει να ξεπερνά τα στενά τοπικά όρια. Αυτά τα εργαστήρια στην πραγματικότητα αποτελούν μικρά μουσεία σύγχρονης λαϊκής τέχνης. Έτσι, η Τήνος παραμένει το μοναδικό από τα πρωτογενή κέντρα μαρμαροτεχνίας όπου συνεχίζει να ακούγεται ο ήχος του μαντρακά.
TinosIsland
0 Comments :
Δημοσίευση σχολίου