Η ύπαιθρος της Τήνου
Μαζί µε την αρχιτεκτονική, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η Τηνιακή ύπαιθρος. Το κλίµα και το περιβάλλον της Τήνου προσδιόρισαν
και τη µορφή των χωραφιών, αλλά και καθόρισαν τις ασχολίες των ντόπιων. Έτσι οι χωρικοί µετέτρεψαν τις απότοµες πλαγιές σε καλλιεργήσιµο χώρο µε τις αναβαθµίδες (ή «σκάλες» στην ντόπια διάλεκτο) που δηµιούργησαν, χτίζοντας µε ξερολιθιές αναληµµατικούς τοίχους, «πεζούλες». Αυτή η συνήθεια υπήρχε στην Τήνο από τα αρχαία χρόνια. Ήδη τον 4ο αιώνα π.Χ. υπάρχουν µαρτυρίες ότι οι κάτοικοι του νησιού συνήθιζαν να δίνουν αυτή τη µορφή, δηλαδή τις στενές λωρίδες γης, στο επικλινές ανάγλυφο του νησιού. Μάλιστα αυτές οι «σκάλες» ονοµάζονταν και «τράφοι» (από αναγραµµατισµό της αρχαίας ελληνικής λέξης «τάφρος») και σχηµάτιζαν φυσικές δεξαµενές νερού ή επιφάνειες προς καλλιέργεια. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το έδαφος γίνεται επίπεδο, το χώµα συγκρατείται και δεν παρασύρεται από τις βροχές και στη µέσα µεριά της «σκάλας» φυτεύονται συκιές ή αµπέλια, ώστε να προστατεύουν από τους βοριάδες, αλλά και να συγκρατούν την υγρασία. Η πρόσβαση των αγροτών στα κτήµατά τους γίνεται µε στενά δροµάκια. Κτισµένα κι αυτά µε ξερολιθιές κατά µήκος των συνόρων των χωραφιών, συνήθως µε σκαλοπάτια εξαιτίας της κλίσης του εδάφους,προσφέρουν απόλαυση στον επισκέπτη είτε όταν τα διαβαίνει είτε όταν τα παρατηρεί.
Στα µέρη που υπάρχουν άφθονα νερά, τις λαγκαδιές, οι αγρότες προτιµούν να δηµιουργούν περιβόλια µε ελιές και εσπεριδοειδή. Σ’ αυτό βοηθά και η απανεµιά που επικρατεί στα µέρη αυτά. Στην πεδιάδα του νησιού, που βρίσκεται γύρω από το χωριό Κώµη, τα χωράφια προστατεύονται από τα ζώα µε χαντάκια που, εκτός των άλλων, βοηθούν και στη διατήρηση της υγρασίας.
και τη µορφή των χωραφιών, αλλά και καθόρισαν τις ασχολίες των ντόπιων. Έτσι οι χωρικοί µετέτρεψαν τις απότοµες πλαγιές σε καλλιεργήσιµο χώρο µε τις αναβαθµίδες (ή «σκάλες» στην ντόπια διάλεκτο) που δηµιούργησαν, χτίζοντας µε ξερολιθιές αναληµµατικούς τοίχους, «πεζούλες». Αυτή η συνήθεια υπήρχε στην Τήνο από τα αρχαία χρόνια. Ήδη τον 4ο αιώνα π.Χ. υπάρχουν µαρτυρίες ότι οι κάτοικοι του νησιού συνήθιζαν να δίνουν αυτή τη µορφή, δηλαδή τις στενές λωρίδες γης, στο επικλινές ανάγλυφο του νησιού. Μάλιστα αυτές οι «σκάλες» ονοµάζονταν και «τράφοι» (από αναγραµµατισµό της αρχαίας ελληνικής λέξης «τάφρος») και σχηµάτιζαν φυσικές δεξαµενές νερού ή επιφάνειες προς καλλιέργεια. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το έδαφος γίνεται επίπεδο, το χώµα συγκρατείται και δεν παρασύρεται από τις βροχές και στη µέσα µεριά της «σκάλας» φυτεύονται συκιές ή αµπέλια, ώστε να προστατεύουν από τους βοριάδες, αλλά και να συγκρατούν την υγρασία. Η πρόσβαση των αγροτών στα κτήµατά τους γίνεται µε στενά δροµάκια. Κτισµένα κι αυτά µε ξερολιθιές κατά µήκος των συνόρων των χωραφιών, συνήθως µε σκαλοπάτια εξαιτίας της κλίσης του εδάφους,προσφέρουν απόλαυση στον επισκέπτη είτε όταν τα διαβαίνει είτε όταν τα παρατηρεί.
Στα µέρη που υπάρχουν άφθονα νερά, τις λαγκαδιές, οι αγρότες προτιµούν να δηµιουργούν περιβόλια µε ελιές και εσπεριδοειδή. Σ’ αυτό βοηθά και η απανεµιά που επικρατεί στα µέρη αυτά. Στην πεδιάδα του νησιού, που βρίσκεται γύρω από το χωριό Κώµη, τα χωράφια προστατεύονται από τα ζώα µε χαντάκια που, εκτός των άλλων, βοηθούν και στη διατήρηση της υγρασίας.
Τα χωριά της Τήνου
Οι οικισµοί της Τήνου στην πλειονότητά τους δηµιουργήθηκαν το 17ο αιώνα, οπότε και έφτασαν στο απόγειό τους. Η διαµόρφωσή τους επηρεάστηκε από ποικίλους παράγοντες. Οι πιο σηµαντικοί ήταν τα καιρικά φαινόµενα και οι αέρηδες που επικρατούν στο νησί, η µορφολογία του εδάφους και οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. Οι επιδροµές µέσω θαλάσσης κατά διάφορες ιστορικές περιόδους ανάγκασαν τους ντόπιους να συγκεντρωθούν στο εσωτερικό του νησιού, χτίζοντας εκεί τους περισσότερους από τους οικισµούς τους. Χτισµένοι στην ενδοχώρα της Τήνου και περικυκλωµένοι από βουνά (όπως τα χωριά Βωλάξ, Πύργος) δεν ήταν ορατοί από τον εχθρό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η χρήση του ντόπιου σχιστόλιθου, που υπάρχει άφθονος στο νησί, καθώς και η πυκνότητα µε την οποία χτίστηκαν τα σπίτια. Βέβαια, ορισµένοι οικισµοί από αυτούς «κοιτούν» τη θάλασσα (όπως για παράδειγµα τα χωριά Καρδιανή και Ιστέρνια) προφυλαγµένοι, όµως, από την Ανατολή από όπου προερχόταν και ο µεγαλύτερος κίνδυνος. Οι σφοδροί άνεµοι που επικρατούν στο νησί και ιδιαίτερα οι βοριάδες, πιο ισχυροί από άλλα νησιά του Αιγαίου, ώθησαν στο χτίσιµο των χωριών στις µεσηµβρινές πλαγιές ως επί το πλείστον. Οι Τηνιακοί τεχνίτες εκµεταλλευόµενοι έξυπνα το ανάγλυφο του εδάφους, προσανατολίζουν έτσι τα χωριά, ώστε να πετυχαίνουν την έκθεσή τους στον ήλιο, καλό αερισµό, αλλά παράλληλα την προστασία τους από τους δυνατούς ανέµους. Όµως, και άλλα καιρικά φαινόµενα συντέλεσαν στη διαµόρφωση του τηνιακού σπιτιού. Η παρουσία δώµατος στα σπίτια οφείλεται στην έλλειψη χιονιού και στις έντονες βροχοπτώσεις, ενώ οι καµάρες στα σοκάκια των οικισµών προστατεύουν από τηβροχή και τον ήλιο. Πάντα κοντά σε ρεµατιές και σε παρυφές βουνών, οι Τηνιακοί οικισµοί εκµεταλλεύονται την παροχή νερού και τη γονιµότητα των χωραφιών για τις καλλιέργειές τους. Τέλος, η µορφολογία του εδάφους και τα ντόπια υλικά έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη διαµόρφωση των χωριών και στην οικοδόµηση των σπιτιών µε θέση σε σχέση µε το ανάγλυφο του νησιού. Η κλίση του εδάφους µε τις «σκάλες»-βαθµίδες είχε ως αποτέλεσµα την κλιµακωτή µορφή των χωριών. Τα πετρώµατα του νησιού χρησιµοποιήθηκαν ευρέως από τους ντόπιους χτίστες, οι σχιστόλιθοι στους τοίχους των σπιτιών και τις ξερολιθιές, το µάρµαρο στα σοκάκια, αλλά και αλλού, όσο άντεχε η τσέπη του εκάστοτε ιδιοκτήτη.
Η τηνιακή αρχιτεκτονική είναι αυθεντική. Παρόλη τη Βενετική παρουσία στο νησί για πολλούς αιώνες, δεν υιοθέτησε κανένα δυτικό στοιχείο. Μόνο σε κάποιες εξαιρέσεις µπορούµε να δούµε µαρµάρινες κολόνες, χαρακτηριστικό κτισµάτων και εκκλησιών της ∆ύσης. Η Τουρκική κατοχή στην Τήνο, επίσης, δεν άφησε κανένα αρχιτεκτονικό στοιχείο. Σ’ αυτό, βέβαια, συνηγορεί και η µικρή σχετικά παραµονή των κατακτητών στο νησί (1715- 1821 µε διακοπές).
Κύριο χαρακτηριστικό των χωριών της Τήνου είναι η έλλειψη οχύρωσης ή οχυρωµατικής δοµής, µε εξαίρεση το Κάστρο-Ξώµπουργο, λόγω συνθηκών. Αυτό,κυρίως, οφείλεται στο ειδικό καθεστώς που είχε η Τήνος µε τους Βενετούς κατακτητές διατηρώντας µε αυτόν τον τρόπο την πλήρη αυτονοµία της. Η δοµή των οικισµών µαρτυρά το πόσο «δεµένη» κοινωνία ήταν τα χωριά, µε το ένα σπίτι «κολλητό» στο άλλο. Οι δρόµοι και τα µονοπάτια των οικισµών σχηµατίζουν ιστό, ακολουθώντας την κλίση του εδάφους. Τέλος, πολλά χωριά διαθέτουν δηµόσια κτίρια, όπως σχολεία, κοινοτικά καταστήµατα και άλλα. Εξάλλου, οι βρύσες, τα ανοιχτά µέρη για τα πανηγύρια, οι πλατείες, είναι ζωντανοί χώροι για την οµαλή ζωή σ’ αυτά.
Κύριο γνώρισµα της οργάνωσης στις Κυκλάδες είναι αυτή του χώρου µε βάση τη γειτονιά. Η µεγαλύτερη έµφαση δίνεται στην πλατεία και εκκλησία, οι οποίες συχνά συνυπάρχουν ή είναι κοντά. Όλα τα δηµόσια κτίρια ή µέρη συνάντησης (π.χ. καφενείο) ή συναλλαγής (π.χ. µαγαζιά) βρίσκονται στην πλατεία, που συγκεντρώνει τη ζωή του οικισµού. Σε µεγάλα χωριά, καµιά φορά, υπάρχουν περισσότερες από µια πλατείες. Στη Χώρα, δυστυχώς, λόγω των αναγκών της σύγχρονης κοινωνίας και της πολυκοσµίας, τα πράγµατα είναι διαφορετικά. Η παραδοσιακή οργάνωση του χώρου άλλαξε και έµφαση δόθηκε στην παραλία και το λιµάνι. Ωστόσο, δεν παύουν να υπάρχουν και γειτονιές βασισµένες στον παραδοσιακό τρόπο δόµησης των χωριών.
Η ονοµασία αρκετών χωριών της Τήνου προέρχεται από την περίοδο της φεουδαρχίας, που επικρατούσε για αρκετά χρόνια στο νησί, π.Χ.. τα τοπωνύµια που λήγουν σε –άδος. Κάποια άλλα χωριά, «Κώµη», «Πύργος», «Στενή», κλπ, µαρτυρούν την ίδρυσή τους σε προγενέστερες εποχές (π.χ. «Κώµη»=Χώρα-πόλις κατά την αρχαία κλασική περίοδο). Άλλα, οφείλουν την ονοµασία τους στους πρώτους κατοίκους τους Κάρες, π.χ. Καρυά, ενώ άλλα έχουν πάρει το όνοµά τους από κάποιο χαρακτηριστικό της περιοχής, π.χ. Λουτρά, Τριπόταµος, Κρόκος κλπ.
Το Τηνιακό σπίτι
Τα σπίτια του νησιού αποτελούν χαρακτηριστικό δείγµα παραδοσιακής τέχνης.
Ξεχωρίζουν για την απλότητα και τη λειτουργικότητά τους. Είναι µικρά µε λιγοστά ανοίγµατα, τα οποία σπανίζουν στη βορινή όψη. Άλλωστε, αυτό είναι κύριο χαρακτηριστικό της µεσογειακής αρχιτεκτονικής. Στα παλαιά χρόνια, το εξωτερικό των σπιτιών έµενε άβαφο για να µη διαφέρουν από το φυσικό τοπίο. Σήµερα, βάφεται λευκό ή µε ανοιχτά χρώµατα, βασικά για απολύµανση και αντανάκλαση ηλιακής ακτινοβολίας, ώστε να αποφεύγεται η υπερθέρµανση. Τα οικοδοµικά υλικά είναι, κυρίως, το ντόπιο µάρµαρο και ο σχιστόλιθος, ενώ το ασβέστωµα χρησιµοποιείται για χτίσιµο, σοβάντισµα, διακόσµηση ή για την κάλυψη των ρωγµών. Το δάπεδο καλύπτεται µε σχιστόλιθους ή µε «πατηµένο» χώµα.
Τα παραδοσιακά τηνιακά σπίτια, συνήθως, αποτελούνται από ένα ευρύχωρο δωµάτιο, τη σάλα, το οποίο χρησιµοποιείται ως χώρος υποδοχής, δύο ή τρία µικρότερα δωµάτια (ανάλογα µε τον αριθµό των µελών της οικογένειας) στην πίσω πλευρά ή στα πλάγια, τις κρεβατοκάµαρες, µία κουζίνα µε τζάκι (το οποίο χρησιµεύει κυρίως για παρασκευή του φαγητού παρά για θέρµανση). Στους βοηθητικούς χώρους του σπιτιού ανήκει το κατώι (ισόγειο), όπου αποθηκεύονται όλα τα αγροτικά προϊόντα, ο φούρνος, αλλά και χώροι για την επεξεργασία της σοδιάς, όπως πατητήρι, ρακιζιό, αχυρώνας και άλλα. Η αυλή, ανοιχτή ή σπάνια στεγασµένη, βρίσκεται συνήθως στην µπροστινή όψη του κτίσµατος, στον πρώτο όροφο, η οποία σπάνια έχει βόρειο προσανατολισµό. Περιβάλλεται από κτιστούς τοίχους, τα πεζούλια, συνήθως «ντυµένους» µε πλάκες µαρµάρου, σαν διπλό περβάζι (το ένα χαµηλότερο), όπου κάποιος µπορεί να καθίσει και να χαρεί τη µαγευτική θέα του Αιγαίου Πελάγους. Ο ρόλος της αυλής ήταν και είναι σηµαντικός, καθώς γύρω της αναπτύσσεται η ζωή και η κοινωνία της οικογένειας. Άλλωστε δεδοµένος είναι και ο «εξοπλισµός» της αυλής: πάγκοι, τραπέζι, αλτάνες για τα λουλούδια, σταµνοθήκες, σκάλα για τον πάνω όροφο ή την ταράτσα κλπ. Ο πρώτος όροφος επικοινωνεί µε το ισόγειο και το δρόµο, συνήθως µε µια εξωτερική σκάλα από µάρµαρο ή σχιστόλιθο. Η κύρια είσοδος, που στα περισσότερα σπίτια βρίσκεται στη µέση της πρόσοψης του σπιτιού ανάµεσα στα παράθυρα, είναι διακοσµηµένη µε υπέρθυρα. Στην οροφή του σπιτιού –ταράτσα- υπάρχουν υπέροχες καµινάδες, οι οποίες δηµιουργούν αισθητική ευχαρίστηση µε τις λιτές τους γραµµές. Σε πολλά σπίτια, στο ψηλότερο σηµείο της καµινάδας τοποθετείται ένα πήλινο πιθάρι. Μία τέτοια ιδανική χρήση των υλικών δίνει µια ιδέα για το πώς οι πρακτικές και αισθητικές ανάγκες των ανθρώπων µπορούν άψογα να συνταιριαστούν.
Εσωτερικά, τα σπίτια έχουν πολύ λιτές γραµµές, µε µοναδικά διακοσµητικά στοιχεία το ηµικυκλικό τόξο, το «βόλτο» όπως ονοµάζεται, στο µέσο της σάλας και τις κτιστές εσοχές στους τοίχους (τις θυρίδες). Το βόλτο, χαρακτηριστικό γνώρισµα νησιώτικων σπιτιών, βοηθά στην υποβάσταξη του βάρους του άνω δώµατος. Είναι επιπλωµένα µε τα αναγκαία, πλην όµως παραδοσιακά, έπιπλα (µπουφέ, κοµό, ντιβάνι, µπαούλο), τα οποία καλύπτουν λευκά χειροποίητα ή στον αργαλειό κεντήµατα, ενώ στα παράθυρα κρέµονται κουρτίνες µε νησιώτικες δαντέλες.
Το επίπεδο ζωής στην Τήνο είναι υψηλό. Απόδειξη αποτελεί ότι, αντίθετα µε άλλα µέρη της Ελλάδας, τα ζώα διαχωρίζονται τελείως από την οικογένεια και την τηνιακή κατοικία. ∆ίπλα και γύρω από τα σπίτια υπάρχουν ειδικοί χώροι γι’ αυτά, όπως στάβλοι, χοιροστάσια, περιστερώνες και άλλα.
Εκκλησίες και ξωκλήσια
Η Τήνος από την αρχαιότητα ήταν θρησκευτικό κέντρο, εφόσον το ιερό του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης την καθιστούσε πανελλήνιο προσκύνηµα. Η πίστη και θρησκευτικότητα του νησιού, όµως, συνεχίστηκε και κατά τους επόµενους αιώνες µέχρι σήµερα. Αυτό αποδεικνύεται και από το µεγάλο αριθµό των εκκλησιών που βρίσκονται διάσπαρτες σ’ όλο το νησί. Αυτό το γεγονός καθιστά δύσκολη τη συστηµατική µελέτη τους, µε αποτέλεσµα να µην έχει ακόµη ολοκληρωθεί. Με τις 1000 περίπου Ορθόδοξες και Καθολικές εκκλησίες, η Τήνος κατέχει ξεχωριστή θέση στον κόσµο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, όπου η ευαισθησία της Τηνιακής ψυχής έφτασε στο αποκορύφωµά της χρησιµοποιώντας Ανατολικές και ∆υτικές τεχνικές µε ένα µοναδικό τρόπο. Με ντόπια υλικά και µεράκι, οι Τηνιακοί τεχνίτες έκτισαν εκκλησίες, οι οποίες είναι πραγµατικά έργα τέχνης. Επιπλέον, τα καµπαναριά τους σαγηνεύουν τον επισκέπτη προσκυνητή µε τη µεγαλοπρέπεια αλλά και την απλότητά τους. Όλα, µαρµάρινα και πέτρινα, είναι είτε ιδιαίτερα διακοσµηµένα είτε αφάνταστα λιτά.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ανεγέρθηκαν πολλοί ενοριακοί ναοί στα χωριά. Όµως, στο κτίσιµο των πολυάριθµων εκκλησιών συνέβαλε και η ειδική συνθήκη µεταξύ των κατοίκων της Τήνου µε τους Τούρκους, µετά την παράδοση του νησιού από τους Βενετούς. Έτσι, οι Τηνιακοί ήταν ελεύθεροι, εκτός των άλλων, να χτίζουν όσες εκκλησίες ήθελαν. Σε κάθε χωράφι σχεδόν χτίστηκε και µια οικογενειακή εκκλησία. Άλλωστε η κατοχή ξωκλησιού θεωρείται ευλογία για την οικογένεια που το έχει. Το µεταβιβάζουν από γενιά σε γενιά και το φροντίζουν χωρίς να υπολογίζουν κόπο και έξοδα. Όταν γιορτάζει το κάθε εκκλησάκι, ιδιωτικό και µη, όλοι οι παρευρισκόµενοι, φίλοι και ξένοι, κάθονται κοντά και απολαµβάνουν κέρασµα από την οικογένεια ή από όλες τις οικογένειες του χωριού. Το παραδοσιακό τηνιακό κέρασµα περιλαµβάνει καφέ, ρακί και λουκούµι (αν είναι Χριστούγεννα προσφέρονται και σπιτικά «ξεροτήγανα»-δίπλες, ενώ αν είναι Πάσχα τυρόπιτες γλυκές). Συχνά, µαζί µε τα παραπάνω προσφέρονται και παραδοσιακά εδέσµατα, όπως τυράκι τηνιακό, λούζα, σκορδάτο (είδος ντόπιου λουκάνικου µε πολλά µπαχαρικά), αγκινάρες «του λαδιού» και άλλα φαγητά συνοδευόµενα µε ντόπιο κρασί.
Οι εκκλησίες της Τήνου χωρίζονται σε τρία είδη: τους καθεδρικούς ναούς (ενοριακές εκκλησίες που ξεχωρίζουν στα χωριά και τη Χώρα), τα παρεκκλήσια (µικρότερες εκκλησίες που βρίσκονται κοντά στις καθέδρες), και τα ξωκλήσια. Τα τελευταία, όλα κατάλευκα, είναι αµέτρητα και διάσπαρτα στην ύπαιθρο της Τήνου: στις κορυφές των βουνών, σε απόκρηµνα βράχια, σε παραλίες, µέσα σε κάµπους, πάνω σε µονοπάτια και δρόµους, σε λαγκαδιές. Όπου δηλαδή µπορεί να φτάσει η φαντασία του Τηνίου πιστού, αλλά και µέσα στα χωριά και τη Χώρα. Αυτά γεµίζουν την Τήνο και στολίζουν την ύπαιθρό της. Αποτελούν, πλέον, αναπόσπαστο τµήµα της και σήµα κατατεθέν. Κάθε µέρα, όλο και κάποιο ξωκλήσι γιορτάζει και µικρά πανηγυράκια δίνουν ζωή στη φύση και αποτελούν αγνές συγκεντρώσεις των νησιωτών.
Από άποψη αρχιτεκτονικής οι εκκλησίες της Τήνου είναι µονόκλιτες, δίκλιτες ή τρίκλιτες. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι το καµπαναριό τους που δεσπόζει σε ποικίλα σχέδια. Πολλές φορές, µάλιστα, βρίσκεται µόνο του, χωριστά από την εκκλησία. Οι παλιές εκκλησίες δεν έχουν καθόλου ανοίγµατα, ενώ οι µεταγενέστερες έχουν λιγοστά. Η µακραίωνησυνύπαρξη Ορθόδοξου και Καθολικού δόγµατος στο νησί είχε ως αποτέλεσµα επιρροές στην αρχιτεκτονική και πιο σπάνια, ναούς αφιερωµένους και στα δυο δόγµατα, όπως η Αγ. Αικατερίνη στον Τσικνιά. Γενικά, οι παραδοσιακοί ναοί της Τήνου, και ιδιαίτερα της υπαίθρου, δε διαφέρουν από την παραδοσιακή τηνιακή κατοικία. Τα κυρίαρχα δοµικά υλικά είναι τα ίδια που χρησιµοποιούνται και στο χτίσιµο της τηνιακής κατοικίας, δηλαδή ο σχιστόλιθος και ο ασβέστης. Το ταβάνι, όπως και στα σπίτια είναι επίπεδο και δηµιουργείται µε µια µεγάλη µονολιθική πλάκα ή µε µικρότερες που στηρίζονται σε ξύλινες δοκούς (τράβες). Σε µερικές εκκλησίες στην όψη τους συναντούµε τριγωνικά αετώµατα, στοιχείο που δε συµφωνεί µε την ντόπια παράδοση, αλλά είναι µεταγενέστερο, των 19ου και 20ού αιώνων.
Περιστεριώνες
Οι περιστερώνες-περιστεριώνες στην ντόπια τηνιακή διάλεκτο- αποτελούν τα σπίτια των περιστεριών. Ανέκαθεν υπήρχε αγάπη για τα περιστέρια. Από τα αρχαία χρόνια ως το Χριστιανισµό µε το Άγιο Πνεύµα. Ο ελληνικός λαός τα έχει συνδέσει µε την ειρήνη, την αγάπη, τη θαλπωρή, γι’ αυτό άλλωστε έχουν γραφτεί ποιήµατα, τραγούδια προς τιµήν τους, αλλά τα συναντούµε και σε παραδοσιακά ανάγλυφα, κεντήµατα ή ζωγραφιές.
Περιστεριώνες υπάρχουν και σε άλλα κυκλαδίτικα νησιά, αλλά οι πιο εντυπωσιακοί βρίσκονται στην Τήνο. Έχουν συνδεθεί στενά µε το νησί και αποτελούν το σήµα κατατεθέν του. Ο ντόπιος αρχιτέκτονας γνωρίζει ότι για να προσελκύει τα περιστέρια, πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη τοποθεσία. Γι’ αυτό, είναι κτισµένοι στην ενδοχώρα σε ειδικά επιλεγµένες περιοχές, κοντά σε καλλιεργήσιµες εκτάσεις και πηγές νερού, σε πλαγιές βουνών και σε ρεµατιές, ποτέ δηλαδή σε βουνό. Αυτό βοηθά στο πέταγµα των πτηνών, αλλά και στο να βρουν το δρόµο της επιστροφής τους. Η ύπαρξη νερού κοντά στο κτίσµα είναι απαραίτητη, αφού καλύπτει τις ανάγκες τους.
Εκτός από το λειτουργικό λόγο ύπαρξής τους, οι περιστεριώνες είναι και δείγµα ευγενείας και αριστοκρατίας. Έτσι, ήταν προνόµιο για τους ιδιοκτήτες τους, αφού τους προσέδιδαν αίγλη. Αποτελούν κοσµήµατα του Τηνιακού τοπίου και αξιοσηµείωτο είναι ότι καθένας είναι διαφορετικός από τον άλλο. Είναι ογκώδεις, µε λιθόχτιστους τοίχους, οι κατώτεροι όροφοι των οποίων χρησιµοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι για αγροτικά προϊόντα και εργαλεία, ενώ οι ανώτεροι για τα περιστέρια. Όπως και στα άλλα αρχιτεκτονήµατα της Τήνου, για την κατασκευή των περιστεριώνων χρησιµοποι- ούνται ντόπια υλικά (σχιστόλιθος και άλλες πέτρες, ασβέστης). Στο κτίσµα υπάρχει µόνο µια µικρή ξύλινη πόρτα που χρησιµεύει για την είσοδο του ιδιοκτήτη, αλλά και για την προστασία των περιστεριών από κλέφτες, φίδια (κυρίως «αµπελούσες») και ποντίκια.
Οι κτίστες των περιστεριώνων χρησιµοποιούσαν τους σχιστόλιθους, για να δηµιουργήσουν ασυνήθιστους διάκοσµους σε µία ή περισσότερες πλευρές του οικο- δοµήµατος (ρόµβους, τρίγωνα, ήλιους, κυπαρίσσια, κλπ). Αυτά τα διακοσµητικά στοιχεία δηµιουργούν µια αφάνταστα αρµονική εικόνα και έχουν χαρακτηριστεί εύστοχα ως «αρχιτεκτονικά κεντήµατα». Καθένας ξεχωριστά αλλά και όλοι µαζί ως σύνολο αποτελούν σπάνια µνηµεία και είναι έκφραση της δηµοφιλούς καλλιτεχνικής δηµιουργίας, µοναδικής σε όλο τον κόσµο. Άλλωστε, µόνο όταν η αρχιτεκτονική πηγάζει από ανάλογη συναισθηµατική ανάγκη, υπάρχει τέτοιο αποτέλεσµα.
Παρόλο που τα περιστέρια υπήρχαν στα νησιά για πολλούς αιώνες, φαίνεται ότι οι Βενετοί εισήγαγαν τη συστηµατική εκτροφή τους. Ενώ επί Ενετοκρατίας οι περιστεριώνες ήταν δικαίωµα των Βενετών κατακτητών (“droit de colombiers”), οι ντόπιοι τους διαµόρφωσαν σύµφωνα µε τα λαϊκή παράδοση και τους έκαναν δικούς τους. Οι περισσότεροι περιστεριώνες του νησιού κτίστηκαν κατά το 18ο και 19ο αιώνα.
Τόσο µεγάλη ήταν η εκτροφή περιστεριών, ώστε οι Τηνιακοί τα εξήγαγαν σε όλη την Ελλάδα, τη Σµύρνη, την Κωνσταντινούπολη και αλλού. Το κρέας τους πουλιόταν ακριβά, ακόµα και σε γυάλες µε ξύδι, αφού αποτελούσε καιαποτελεί αριστοκρατική και πολύ θρεπτική τροφή. Ακόµα και σήµερα, οι ντόπιοι µαγειρεύουν και σερβίρουν περιστέρια. Ωστόσο, τα εκτρέφουν όχι µόνο για το νόστιµο κρέας αλλά και για τα περιττώµατά τους, τα οποία αποτελούν πρώτης ποιότητας φυσικό λίπασµα.
Ο ακριβής αριθµός των περιστεριώνων δεν είναι γνωστός, αλλά σίγουρα ξεπερνάει τους 1000. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι κτισµένοι στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές του νησιού, κυρίως στην κοιλάδα του χωριού Ταραµπάδος, αλλά και γύρω από τον Τριπόταµο.
Σήµερα γίνονται προσπάθειες να συντηρηθούν οι περιστεριώνες της Τήνου. Με εθελοντική εργασία και µελέτες ο σύλλογος «Φίλοι του Πρασίνου» έχει στηρίξει και συνεχίζει να στηρίζει αυτό το δύσκολο έργο. Μέχρι τώρα έχουν αναπαλαιωθεί πάνω από 140 περιστεριώνες, ενώ στόχος του δραστήριου αυτού συλλόγου είναι να αναστηλωθούν 1007.
Ανεµόµυλοι
Η Τήνος αποτελεί ιδανικό µέρος για τη λειτουργία ανεµόµυλων, καθώς οι δυνατοί άνεµοι που επικρατούν στο νησί είναι ένα σοβαρό πλεονέκτηµα. Έπειτα από επιστηµονική έρευνα διαπιστώθηκε ότι εδώ υπήρχαν περισσότεροι ανεµόµυλοι από όλα τα νησιά των Κυκλάδων. Από την περίοδο των προ-χριστιανικών χρόνων, λειτουργούσαν στο νησί περισσότεροι από 80 ανεµόµυλοι, οι οποίοι άλεθαν το σιτάρι όχι µόνο της Τήνου, αλλά και των γειτονικών νησιών. Κατά τη διάρκεια της Ενετικής κατοχής, οι ανεµόµυλοι πλήθυναν, καθώς το σιτάρι καλλιεργούνταν συστηµατικά για τις ανάγκες του πληθυσµού, που είχε τριπλασιαστεί. Είναι χτισµένοι από ντόπιες πέτρες, σε κορυφές λόφων και σε περάσµατα, ώστε να διευκολύνεται η µεταφορά των σιτηρών από τα γειτονικά χωριά προς το µύλο. Το κτίσµα χωρίζεται σε τρεις ορόφους, στον τελευταίο και ψηλότερο από τους οποίους γινόταν το άλεσµα. Τους συναντάµε κατά συστάδες ή µεµονωµένους σε όλο το νησί. Στην περιοχή του χωριού Ιστέρνια υπάρχουν πολλοί συγκεντρωµένοι ανεµόµυλοι, γιατί υπήρχε ανεπτυγµένη αλευροβιοµηχανία λόγω του εµπορίου µέσω του λιµανιού του όρµου του χωριού. Όµως, υπάρχουν και πολλοί άλλοι µύλοι διάσπαρτοι σε όλο το νησί.
Το άλεσµα συνεχίστηκε και κατά την Ελληνική Επανάσταση για την τροφοδοσία των ελληνικών καραβιών, αλλά και µετά. Μάλιστα, η λειτουργία των µύλων ταυτίστηκε µε κάτι καλό, αφού, όταν αυτοί άλεθαν, σήµαινε ότι όλα έβαιναν ευνοϊκά για τον τόπο και την οικονοµία του.
Κατά τη διάρκεια του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, οι µυλωνάδες του νησιού µε κίνδυνο της ζωής τους προσέφεραν σηµαντικές υπηρεσίες στον πληθυσµό που υπέφερε από την πείνα, αλέθοντας κρυφά τη νύχτα αλεύρι, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ντόπιων. Η πορεία τους συνεχίστηκε µέχρι και τη δεκαετία του ’70, οπότε έκλεισαν οι περισσότεροι. Μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε ο τελευταίος εν ζωή µύλος στον Κάµπο, αλλά δυστυχώς έπαψε κι αυτός να λειτουργεί.
Οι λιγοστοί µύλοι που έχουν επιζήσει µέχρι σήµερα, αποτελούν παραδείγµατα της τέχνης και της ικανότητας των ντόπιων τεχνιτών. Όντας πια αποµεινάρια των περασµένων αιώνων, οι ανεµόµυλοι δικαιολογούν τη σύνδεση του νησιού µε τον Αίολο, το θεό του ανέµου.
Οι τηνιακοί ανεµόµυλοι έχουν οκτώ ξύλινες ακτίνες/αντένες, στις οποίες δένονται τα πανιά που προσοµοιώνονται ανάλογα µε την ισχύ του ανέµου. Χρησιµοποιούνται εξολοκλήρου ντόπια υλικά για την κατασκευή τους, εκτός από τη µυλόπετρα που την εισάγουν από τη Μήλο. Το επάγγελµα του µυλωνά ήταν κληρονοµικό.
Οι µυλωνάδες θεωρούνται οι καλύτεροι ερασιτέχνες µετεωρολόγοι. Σαν τους ναυτικούς, γνώριζαν τους αέρηδες στο νησί, κι έτσι, µετά από αρκετή µελέτη, διάλεγαν την ιδανική τοποθεσία για να χτίσουν το µύλο τους. Μάλιστα, για να βαίνουν όλα καλά, προσεύχονταν σε Αγίους, όπως τον Άγιο Νικόλαο το θαλασσινό, Αη Γιώργη, Άγιο Μηνά, και κρεµούσαν τις εικόνες τους σε περίοπτη θέση µέσα στο µύλο, ψηλά στα δοκάρια («τουρλόξυλα»).
Οι οικισµοί της Τήνου στην πλειονότητά τους δηµιουργήθηκαν το 17ο αιώνα, οπότε και έφτασαν στο απόγειό τους. Η διαµόρφωσή τους επηρεάστηκε από ποικίλους παράγοντες. Οι πιο σηµαντικοί ήταν τα καιρικά φαινόµενα και οι αέρηδες που επικρατούν στο νησί, η µορφολογία του εδάφους και οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες. Οι επιδροµές µέσω θαλάσσης κατά διάφορες ιστορικές περιόδους ανάγκασαν τους ντόπιους να συγκεντρωθούν στο εσωτερικό του νησιού, χτίζοντας εκεί τους περισσότερους από τους οικισµούς τους. Χτισµένοι στην ενδοχώρα της Τήνου και περικυκλωµένοι από βουνά (όπως τα χωριά Βωλάξ, Πύργος) δεν ήταν ορατοί από τον εχθρό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η χρήση του ντόπιου σχιστόλιθου, που υπάρχει άφθονος στο νησί, καθώς και η πυκνότητα µε την οποία χτίστηκαν τα σπίτια. Βέβαια, ορισµένοι οικισµοί από αυτούς «κοιτούν» τη θάλασσα (όπως για παράδειγµα τα χωριά Καρδιανή και Ιστέρνια) προφυλαγµένοι, όµως, από την Ανατολή από όπου προερχόταν και ο µεγαλύτερος κίνδυνος. Οι σφοδροί άνεµοι που επικρατούν στο νησί και ιδιαίτερα οι βοριάδες, πιο ισχυροί από άλλα νησιά του Αιγαίου, ώθησαν στο χτίσιµο των χωριών στις µεσηµβρινές πλαγιές ως επί το πλείστον. Οι Τηνιακοί τεχνίτες εκµεταλλευόµενοι έξυπνα το ανάγλυφο του εδάφους, προσανατολίζουν έτσι τα χωριά, ώστε να πετυχαίνουν την έκθεσή τους στον ήλιο, καλό αερισµό, αλλά παράλληλα την προστασία τους από τους δυνατούς ανέµους. Όµως, και άλλα καιρικά φαινόµενα συντέλεσαν στη διαµόρφωση του τηνιακού σπιτιού. Η παρουσία δώµατος στα σπίτια οφείλεται στην έλλειψη χιονιού και στις έντονες βροχοπτώσεις, ενώ οι καµάρες στα σοκάκια των οικισµών προστατεύουν από τηβροχή και τον ήλιο. Πάντα κοντά σε ρεµατιές και σε παρυφές βουνών, οι Τηνιακοί οικισµοί εκµεταλλεύονται την παροχή νερού και τη γονιµότητα των χωραφιών για τις καλλιέργειές τους. Τέλος, η µορφολογία του εδάφους και τα ντόπια υλικά έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη διαµόρφωση των χωριών και στην οικοδόµηση των σπιτιών µε θέση σε σχέση µε το ανάγλυφο του νησιού. Η κλίση του εδάφους µε τις «σκάλες»-βαθµίδες είχε ως αποτέλεσµα την κλιµακωτή µορφή των χωριών. Τα πετρώµατα του νησιού χρησιµοποιήθηκαν ευρέως από τους ντόπιους χτίστες, οι σχιστόλιθοι στους τοίχους των σπιτιών και τις ξερολιθιές, το µάρµαρο στα σοκάκια, αλλά και αλλού, όσο άντεχε η τσέπη του εκάστοτε ιδιοκτήτη.
Η τηνιακή αρχιτεκτονική είναι αυθεντική. Παρόλη τη Βενετική παρουσία στο νησί για πολλούς αιώνες, δεν υιοθέτησε κανένα δυτικό στοιχείο. Μόνο σε κάποιες εξαιρέσεις µπορούµε να δούµε µαρµάρινες κολόνες, χαρακτηριστικό κτισµάτων και εκκλησιών της ∆ύσης. Η Τουρκική κατοχή στην Τήνο, επίσης, δεν άφησε κανένα αρχιτεκτονικό στοιχείο. Σ’ αυτό, βέβαια, συνηγορεί και η µικρή σχετικά παραµονή των κατακτητών στο νησί (1715- 1821 µε διακοπές).
Κύριο χαρακτηριστικό των χωριών της Τήνου είναι η έλλειψη οχύρωσης ή οχυρωµατικής δοµής, µε εξαίρεση το Κάστρο-Ξώµπουργο, λόγω συνθηκών. Αυτό,κυρίως, οφείλεται στο ειδικό καθεστώς που είχε η Τήνος µε τους Βενετούς κατακτητές διατηρώντας µε αυτόν τον τρόπο την πλήρη αυτονοµία της. Η δοµή των οικισµών µαρτυρά το πόσο «δεµένη» κοινωνία ήταν τα χωριά, µε το ένα σπίτι «κολλητό» στο άλλο. Οι δρόµοι και τα µονοπάτια των οικισµών σχηµατίζουν ιστό, ακολουθώντας την κλίση του εδάφους. Τέλος, πολλά χωριά διαθέτουν δηµόσια κτίρια, όπως σχολεία, κοινοτικά καταστήµατα και άλλα. Εξάλλου, οι βρύσες, τα ανοιχτά µέρη για τα πανηγύρια, οι πλατείες, είναι ζωντανοί χώροι για την οµαλή ζωή σ’ αυτά.
Κύριο γνώρισµα της οργάνωσης στις Κυκλάδες είναι αυτή του χώρου µε βάση τη γειτονιά. Η µεγαλύτερη έµφαση δίνεται στην πλατεία και εκκλησία, οι οποίες συχνά συνυπάρχουν ή είναι κοντά. Όλα τα δηµόσια κτίρια ή µέρη συνάντησης (π.χ. καφενείο) ή συναλλαγής (π.χ. µαγαζιά) βρίσκονται στην πλατεία, που συγκεντρώνει τη ζωή του οικισµού. Σε µεγάλα χωριά, καµιά φορά, υπάρχουν περισσότερες από µια πλατείες. Στη Χώρα, δυστυχώς, λόγω των αναγκών της σύγχρονης κοινωνίας και της πολυκοσµίας, τα πράγµατα είναι διαφορετικά. Η παραδοσιακή οργάνωση του χώρου άλλαξε και έµφαση δόθηκε στην παραλία και το λιµάνι. Ωστόσο, δεν παύουν να υπάρχουν και γειτονιές βασισµένες στον παραδοσιακό τρόπο δόµησης των χωριών.
Η ονοµασία αρκετών χωριών της Τήνου προέρχεται από την περίοδο της φεουδαρχίας, που επικρατούσε για αρκετά χρόνια στο νησί, π.Χ.. τα τοπωνύµια που λήγουν σε –άδος. Κάποια άλλα χωριά, «Κώµη», «Πύργος», «Στενή», κλπ, µαρτυρούν την ίδρυσή τους σε προγενέστερες εποχές (π.χ. «Κώµη»=Χώρα-πόλις κατά την αρχαία κλασική περίοδο). Άλλα, οφείλουν την ονοµασία τους στους πρώτους κατοίκους τους Κάρες, π.χ. Καρυά, ενώ άλλα έχουν πάρει το όνοµά τους από κάποιο χαρακτηριστικό της περιοχής, π.χ. Λουτρά, Τριπόταµος, Κρόκος κλπ.
Το Τηνιακό σπίτι
Τα σπίτια του νησιού αποτελούν χαρακτηριστικό δείγµα παραδοσιακής τέχνης.
Ξεχωρίζουν για την απλότητα και τη λειτουργικότητά τους. Είναι µικρά µε λιγοστά ανοίγµατα, τα οποία σπανίζουν στη βορινή όψη. Άλλωστε, αυτό είναι κύριο χαρακτηριστικό της µεσογειακής αρχιτεκτονικής. Στα παλαιά χρόνια, το εξωτερικό των σπιτιών έµενε άβαφο για να µη διαφέρουν από το φυσικό τοπίο. Σήµερα, βάφεται λευκό ή µε ανοιχτά χρώµατα, βασικά για απολύµανση και αντανάκλαση ηλιακής ακτινοβολίας, ώστε να αποφεύγεται η υπερθέρµανση. Τα οικοδοµικά υλικά είναι, κυρίως, το ντόπιο µάρµαρο και ο σχιστόλιθος, ενώ το ασβέστωµα χρησιµοποιείται για χτίσιµο, σοβάντισµα, διακόσµηση ή για την κάλυψη των ρωγµών. Το δάπεδο καλύπτεται µε σχιστόλιθους ή µε «πατηµένο» χώµα.
Τα παραδοσιακά τηνιακά σπίτια, συνήθως, αποτελούνται από ένα ευρύχωρο δωµάτιο, τη σάλα, το οποίο χρησιµοποιείται ως χώρος υποδοχής, δύο ή τρία µικρότερα δωµάτια (ανάλογα µε τον αριθµό των µελών της οικογένειας) στην πίσω πλευρά ή στα πλάγια, τις κρεβατοκάµαρες, µία κουζίνα µε τζάκι (το οποίο χρησιµεύει κυρίως για παρασκευή του φαγητού παρά για θέρµανση). Στους βοηθητικούς χώρους του σπιτιού ανήκει το κατώι (ισόγειο), όπου αποθηκεύονται όλα τα αγροτικά προϊόντα, ο φούρνος, αλλά και χώροι για την επεξεργασία της σοδιάς, όπως πατητήρι, ρακιζιό, αχυρώνας και άλλα. Η αυλή, ανοιχτή ή σπάνια στεγασµένη, βρίσκεται συνήθως στην µπροστινή όψη του κτίσµατος, στον πρώτο όροφο, η οποία σπάνια έχει βόρειο προσανατολισµό. Περιβάλλεται από κτιστούς τοίχους, τα πεζούλια, συνήθως «ντυµένους» µε πλάκες µαρµάρου, σαν διπλό περβάζι (το ένα χαµηλότερο), όπου κάποιος µπορεί να καθίσει και να χαρεί τη µαγευτική θέα του Αιγαίου Πελάγους. Ο ρόλος της αυλής ήταν και είναι σηµαντικός, καθώς γύρω της αναπτύσσεται η ζωή και η κοινωνία της οικογένειας. Άλλωστε δεδοµένος είναι και ο «εξοπλισµός» της αυλής: πάγκοι, τραπέζι, αλτάνες για τα λουλούδια, σταµνοθήκες, σκάλα για τον πάνω όροφο ή την ταράτσα κλπ. Ο πρώτος όροφος επικοινωνεί µε το ισόγειο και το δρόµο, συνήθως µε µια εξωτερική σκάλα από µάρµαρο ή σχιστόλιθο. Η κύρια είσοδος, που στα περισσότερα σπίτια βρίσκεται στη µέση της πρόσοψης του σπιτιού ανάµεσα στα παράθυρα, είναι διακοσµηµένη µε υπέρθυρα. Στην οροφή του σπιτιού –ταράτσα- υπάρχουν υπέροχες καµινάδες, οι οποίες δηµιουργούν αισθητική ευχαρίστηση µε τις λιτές τους γραµµές. Σε πολλά σπίτια, στο ψηλότερο σηµείο της καµινάδας τοποθετείται ένα πήλινο πιθάρι. Μία τέτοια ιδανική χρήση των υλικών δίνει µια ιδέα για το πώς οι πρακτικές και αισθητικές ανάγκες των ανθρώπων µπορούν άψογα να συνταιριαστούν.
Εσωτερικά, τα σπίτια έχουν πολύ λιτές γραµµές, µε µοναδικά διακοσµητικά στοιχεία το ηµικυκλικό τόξο, το «βόλτο» όπως ονοµάζεται, στο µέσο της σάλας και τις κτιστές εσοχές στους τοίχους (τις θυρίδες). Το βόλτο, χαρακτηριστικό γνώρισµα νησιώτικων σπιτιών, βοηθά στην υποβάσταξη του βάρους του άνω δώµατος. Είναι επιπλωµένα µε τα αναγκαία, πλην όµως παραδοσιακά, έπιπλα (µπουφέ, κοµό, ντιβάνι, µπαούλο), τα οποία καλύπτουν λευκά χειροποίητα ή στον αργαλειό κεντήµατα, ενώ στα παράθυρα κρέµονται κουρτίνες µε νησιώτικες δαντέλες.
Το επίπεδο ζωής στην Τήνο είναι υψηλό. Απόδειξη αποτελεί ότι, αντίθετα µε άλλα µέρη της Ελλάδας, τα ζώα διαχωρίζονται τελείως από την οικογένεια και την τηνιακή κατοικία. ∆ίπλα και γύρω από τα σπίτια υπάρχουν ειδικοί χώροι γι’ αυτά, όπως στάβλοι, χοιροστάσια, περιστερώνες και άλλα.
Εκκλησίες και ξωκλήσια
Η Τήνος από την αρχαιότητα ήταν θρησκευτικό κέντρο, εφόσον το ιερό του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης την καθιστούσε πανελλήνιο προσκύνηµα. Η πίστη και θρησκευτικότητα του νησιού, όµως, συνεχίστηκε και κατά τους επόµενους αιώνες µέχρι σήµερα. Αυτό αποδεικνύεται και από το µεγάλο αριθµό των εκκλησιών που βρίσκονται διάσπαρτες σ’ όλο το νησί. Αυτό το γεγονός καθιστά δύσκολη τη συστηµατική µελέτη τους, µε αποτέλεσµα να µην έχει ακόµη ολοκληρωθεί. Με τις 1000 περίπου Ορθόδοξες και Καθολικές εκκλησίες, η Τήνος κατέχει ξεχωριστή θέση στον κόσµο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, όπου η ευαισθησία της Τηνιακής ψυχής έφτασε στο αποκορύφωµά της χρησιµοποιώντας Ανατολικές και ∆υτικές τεχνικές µε ένα µοναδικό τρόπο. Με ντόπια υλικά και µεράκι, οι Τηνιακοί τεχνίτες έκτισαν εκκλησίες, οι οποίες είναι πραγµατικά έργα τέχνης. Επιπλέον, τα καµπαναριά τους σαγηνεύουν τον επισκέπτη προσκυνητή µε τη µεγαλοπρέπεια αλλά και την απλότητά τους. Όλα, µαρµάρινα και πέτρινα, είναι είτε ιδιαίτερα διακοσµηµένα είτε αφάνταστα λιτά.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ανεγέρθηκαν πολλοί ενοριακοί ναοί στα χωριά. Όµως, στο κτίσιµο των πολυάριθµων εκκλησιών συνέβαλε και η ειδική συνθήκη µεταξύ των κατοίκων της Τήνου µε τους Τούρκους, µετά την παράδοση του νησιού από τους Βενετούς. Έτσι, οι Τηνιακοί ήταν ελεύθεροι, εκτός των άλλων, να χτίζουν όσες εκκλησίες ήθελαν. Σε κάθε χωράφι σχεδόν χτίστηκε και µια οικογενειακή εκκλησία. Άλλωστε η κατοχή ξωκλησιού θεωρείται ευλογία για την οικογένεια που το έχει. Το µεταβιβάζουν από γενιά σε γενιά και το φροντίζουν χωρίς να υπολογίζουν κόπο και έξοδα. Όταν γιορτάζει το κάθε εκκλησάκι, ιδιωτικό και µη, όλοι οι παρευρισκόµενοι, φίλοι και ξένοι, κάθονται κοντά και απολαµβάνουν κέρασµα από την οικογένεια ή από όλες τις οικογένειες του χωριού. Το παραδοσιακό τηνιακό κέρασµα περιλαµβάνει καφέ, ρακί και λουκούµι (αν είναι Χριστούγεννα προσφέρονται και σπιτικά «ξεροτήγανα»-δίπλες, ενώ αν είναι Πάσχα τυρόπιτες γλυκές). Συχνά, µαζί µε τα παραπάνω προσφέρονται και παραδοσιακά εδέσµατα, όπως τυράκι τηνιακό, λούζα, σκορδάτο (είδος ντόπιου λουκάνικου µε πολλά µπαχαρικά), αγκινάρες «του λαδιού» και άλλα φαγητά συνοδευόµενα µε ντόπιο κρασί.
Οι εκκλησίες της Τήνου χωρίζονται σε τρία είδη: τους καθεδρικούς ναούς (ενοριακές εκκλησίες που ξεχωρίζουν στα χωριά και τη Χώρα), τα παρεκκλήσια (µικρότερες εκκλησίες που βρίσκονται κοντά στις καθέδρες), και τα ξωκλήσια. Τα τελευταία, όλα κατάλευκα, είναι αµέτρητα και διάσπαρτα στην ύπαιθρο της Τήνου: στις κορυφές των βουνών, σε απόκρηµνα βράχια, σε παραλίες, µέσα σε κάµπους, πάνω σε µονοπάτια και δρόµους, σε λαγκαδιές. Όπου δηλαδή µπορεί να φτάσει η φαντασία του Τηνίου πιστού, αλλά και µέσα στα χωριά και τη Χώρα. Αυτά γεµίζουν την Τήνο και στολίζουν την ύπαιθρό της. Αποτελούν, πλέον, αναπόσπαστο τµήµα της και σήµα κατατεθέν. Κάθε µέρα, όλο και κάποιο ξωκλήσι γιορτάζει και µικρά πανηγυράκια δίνουν ζωή στη φύση και αποτελούν αγνές συγκεντρώσεις των νησιωτών.
Από άποψη αρχιτεκτονικής οι εκκλησίες της Τήνου είναι µονόκλιτες, δίκλιτες ή τρίκλιτες. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι το καµπαναριό τους που δεσπόζει σε ποικίλα σχέδια. Πολλές φορές, µάλιστα, βρίσκεται µόνο του, χωριστά από την εκκλησία. Οι παλιές εκκλησίες δεν έχουν καθόλου ανοίγµατα, ενώ οι µεταγενέστερες έχουν λιγοστά. Η µακραίωνησυνύπαρξη Ορθόδοξου και Καθολικού δόγµατος στο νησί είχε ως αποτέλεσµα επιρροές στην αρχιτεκτονική και πιο σπάνια, ναούς αφιερωµένους και στα δυο δόγµατα, όπως η Αγ. Αικατερίνη στον Τσικνιά. Γενικά, οι παραδοσιακοί ναοί της Τήνου, και ιδιαίτερα της υπαίθρου, δε διαφέρουν από την παραδοσιακή τηνιακή κατοικία. Τα κυρίαρχα δοµικά υλικά είναι τα ίδια που χρησιµοποιούνται και στο χτίσιµο της τηνιακής κατοικίας, δηλαδή ο σχιστόλιθος και ο ασβέστης. Το ταβάνι, όπως και στα σπίτια είναι επίπεδο και δηµιουργείται µε µια µεγάλη µονολιθική πλάκα ή µε µικρότερες που στηρίζονται σε ξύλινες δοκούς (τράβες). Σε µερικές εκκλησίες στην όψη τους συναντούµε τριγωνικά αετώµατα, στοιχείο που δε συµφωνεί µε την ντόπια παράδοση, αλλά είναι µεταγενέστερο, των 19ου και 20ού αιώνων.
Περιστεριώνες
Οι περιστερώνες-περιστεριώνες στην ντόπια τηνιακή διάλεκτο- αποτελούν τα σπίτια των περιστεριών. Ανέκαθεν υπήρχε αγάπη για τα περιστέρια. Από τα αρχαία χρόνια ως το Χριστιανισµό µε το Άγιο Πνεύµα. Ο ελληνικός λαός τα έχει συνδέσει µε την ειρήνη, την αγάπη, τη θαλπωρή, γι’ αυτό άλλωστε έχουν γραφτεί ποιήµατα, τραγούδια προς τιµήν τους, αλλά τα συναντούµε και σε παραδοσιακά ανάγλυφα, κεντήµατα ή ζωγραφιές.
Περιστεριώνες υπάρχουν και σε άλλα κυκλαδίτικα νησιά, αλλά οι πιο εντυπωσιακοί βρίσκονται στην Τήνο. Έχουν συνδεθεί στενά µε το νησί και αποτελούν το σήµα κατατεθέν του. Ο ντόπιος αρχιτέκτονας γνωρίζει ότι για να προσελκύει τα περιστέρια, πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη τοποθεσία. Γι’ αυτό, είναι κτισµένοι στην ενδοχώρα σε ειδικά επιλεγµένες περιοχές, κοντά σε καλλιεργήσιµες εκτάσεις και πηγές νερού, σε πλαγιές βουνών και σε ρεµατιές, ποτέ δηλαδή σε βουνό. Αυτό βοηθά στο πέταγµα των πτηνών, αλλά και στο να βρουν το δρόµο της επιστροφής τους. Η ύπαρξη νερού κοντά στο κτίσµα είναι απαραίτητη, αφού καλύπτει τις ανάγκες τους.
Εκτός από το λειτουργικό λόγο ύπαρξής τους, οι περιστεριώνες είναι και δείγµα ευγενείας και αριστοκρατίας. Έτσι, ήταν προνόµιο για τους ιδιοκτήτες τους, αφού τους προσέδιδαν αίγλη. Αποτελούν κοσµήµατα του Τηνιακού τοπίου και αξιοσηµείωτο είναι ότι καθένας είναι διαφορετικός από τον άλλο. Είναι ογκώδεις, µε λιθόχτιστους τοίχους, οι κατώτεροι όροφοι των οποίων χρησιµοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι για αγροτικά προϊόντα και εργαλεία, ενώ οι ανώτεροι για τα περιστέρια. Όπως και στα άλλα αρχιτεκτονήµατα της Τήνου, για την κατασκευή των περιστεριώνων χρησιµοποι- ούνται ντόπια υλικά (σχιστόλιθος και άλλες πέτρες, ασβέστης). Στο κτίσµα υπάρχει µόνο µια µικρή ξύλινη πόρτα που χρησιµεύει για την είσοδο του ιδιοκτήτη, αλλά και για την προστασία των περιστεριών από κλέφτες, φίδια (κυρίως «αµπελούσες») και ποντίκια.
Οι κτίστες των περιστεριώνων χρησιµοποιούσαν τους σχιστόλιθους, για να δηµιουργήσουν ασυνήθιστους διάκοσµους σε µία ή περισσότερες πλευρές του οικο- δοµήµατος (ρόµβους, τρίγωνα, ήλιους, κυπαρίσσια, κλπ). Αυτά τα διακοσµητικά στοιχεία δηµιουργούν µια αφάνταστα αρµονική εικόνα και έχουν χαρακτηριστεί εύστοχα ως «αρχιτεκτονικά κεντήµατα». Καθένας ξεχωριστά αλλά και όλοι µαζί ως σύνολο αποτελούν σπάνια µνηµεία και είναι έκφραση της δηµοφιλούς καλλιτεχνικής δηµιουργίας, µοναδικής σε όλο τον κόσµο. Άλλωστε, µόνο όταν η αρχιτεκτονική πηγάζει από ανάλογη συναισθηµατική ανάγκη, υπάρχει τέτοιο αποτέλεσµα.
Παρόλο που τα περιστέρια υπήρχαν στα νησιά για πολλούς αιώνες, φαίνεται ότι οι Βενετοί εισήγαγαν τη συστηµατική εκτροφή τους. Ενώ επί Ενετοκρατίας οι περιστεριώνες ήταν δικαίωµα των Βενετών κατακτητών (“droit de colombiers”), οι ντόπιοι τους διαµόρφωσαν σύµφωνα µε τα λαϊκή παράδοση και τους έκαναν δικούς τους. Οι περισσότεροι περιστεριώνες του νησιού κτίστηκαν κατά το 18ο και 19ο αιώνα.
Τόσο µεγάλη ήταν η εκτροφή περιστεριών, ώστε οι Τηνιακοί τα εξήγαγαν σε όλη την Ελλάδα, τη Σµύρνη, την Κωνσταντινούπολη και αλλού. Το κρέας τους πουλιόταν ακριβά, ακόµα και σε γυάλες µε ξύδι, αφού αποτελούσε καιαποτελεί αριστοκρατική και πολύ θρεπτική τροφή. Ακόµα και σήµερα, οι ντόπιοι µαγειρεύουν και σερβίρουν περιστέρια. Ωστόσο, τα εκτρέφουν όχι µόνο για το νόστιµο κρέας αλλά και για τα περιττώµατά τους, τα οποία αποτελούν πρώτης ποιότητας φυσικό λίπασµα.
Ο ακριβής αριθµός των περιστεριώνων δεν είναι γνωστός, αλλά σίγουρα ξεπερνάει τους 1000. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι κτισµένοι στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές του νησιού, κυρίως στην κοιλάδα του χωριού Ταραµπάδος, αλλά και γύρω από τον Τριπόταµο.
Σήµερα γίνονται προσπάθειες να συντηρηθούν οι περιστεριώνες της Τήνου. Με εθελοντική εργασία και µελέτες ο σύλλογος «Φίλοι του Πρασίνου» έχει στηρίξει και συνεχίζει να στηρίζει αυτό το δύσκολο έργο. Μέχρι τώρα έχουν αναπαλαιωθεί πάνω από 140 περιστεριώνες, ενώ στόχος του δραστήριου αυτού συλλόγου είναι να αναστηλωθούν 1007.
Ανεµόµυλοι
Η Τήνος αποτελεί ιδανικό µέρος για τη λειτουργία ανεµόµυλων, καθώς οι δυνατοί άνεµοι που επικρατούν στο νησί είναι ένα σοβαρό πλεονέκτηµα. Έπειτα από επιστηµονική έρευνα διαπιστώθηκε ότι εδώ υπήρχαν περισσότεροι ανεµόµυλοι από όλα τα νησιά των Κυκλάδων. Από την περίοδο των προ-χριστιανικών χρόνων, λειτουργούσαν στο νησί περισσότεροι από 80 ανεµόµυλοι, οι οποίοι άλεθαν το σιτάρι όχι µόνο της Τήνου, αλλά και των γειτονικών νησιών. Κατά τη διάρκεια της Ενετικής κατοχής, οι ανεµόµυλοι πλήθυναν, καθώς το σιτάρι καλλιεργούνταν συστηµατικά για τις ανάγκες του πληθυσµού, που είχε τριπλασιαστεί. Είναι χτισµένοι από ντόπιες πέτρες, σε κορυφές λόφων και σε περάσµατα, ώστε να διευκολύνεται η µεταφορά των σιτηρών από τα γειτονικά χωριά προς το µύλο. Το κτίσµα χωρίζεται σε τρεις ορόφους, στον τελευταίο και ψηλότερο από τους οποίους γινόταν το άλεσµα. Τους συναντάµε κατά συστάδες ή µεµονωµένους σε όλο το νησί. Στην περιοχή του χωριού Ιστέρνια υπάρχουν πολλοί συγκεντρωµένοι ανεµόµυλοι, γιατί υπήρχε ανεπτυγµένη αλευροβιοµηχανία λόγω του εµπορίου µέσω του λιµανιού του όρµου του χωριού. Όµως, υπάρχουν και πολλοί άλλοι µύλοι διάσπαρτοι σε όλο το νησί.
Το άλεσµα συνεχίστηκε και κατά την Ελληνική Επανάσταση για την τροφοδοσία των ελληνικών καραβιών, αλλά και µετά. Μάλιστα, η λειτουργία των µύλων ταυτίστηκε µε κάτι καλό, αφού, όταν αυτοί άλεθαν, σήµαινε ότι όλα έβαιναν ευνοϊκά για τον τόπο και την οικονοµία του.
Κατά τη διάρκεια του ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, οι µυλωνάδες του νησιού µε κίνδυνο της ζωής τους προσέφεραν σηµαντικές υπηρεσίες στον πληθυσµό που υπέφερε από την πείνα, αλέθοντας κρυφά τη νύχτα αλεύρι, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ντόπιων. Η πορεία τους συνεχίστηκε µέχρι και τη δεκαετία του ’70, οπότε έκλεισαν οι περισσότεροι. Μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε ο τελευταίος εν ζωή µύλος στον Κάµπο, αλλά δυστυχώς έπαψε κι αυτός να λειτουργεί.
Οι λιγοστοί µύλοι που έχουν επιζήσει µέχρι σήµερα, αποτελούν παραδείγµατα της τέχνης και της ικανότητας των ντόπιων τεχνιτών. Όντας πια αποµεινάρια των περασµένων αιώνων, οι ανεµόµυλοι δικαιολογούν τη σύνδεση του νησιού µε τον Αίολο, το θεό του ανέµου.
Οι τηνιακοί ανεµόµυλοι έχουν οκτώ ξύλινες ακτίνες/αντένες, στις οποίες δένονται τα πανιά που προσοµοιώνονται ανάλογα µε την ισχύ του ανέµου. Χρησιµοποιούνται εξολοκλήρου ντόπια υλικά για την κατασκευή τους, εκτός από τη µυλόπετρα που την εισάγουν από τη Μήλο. Το επάγγελµα του µυλωνά ήταν κληρονοµικό.
Οι µυλωνάδες θεωρούνται οι καλύτεροι ερασιτέχνες µετεωρολόγοι. Σαν τους ναυτικούς, γνώριζαν τους αέρηδες στο νησί, κι έτσι, µετά από αρκετή µελέτη, διάλεγαν την ιδανική τοποθεσία για να χτίσουν το µύλο τους. Μάλιστα, για να βαίνουν όλα καλά, προσεύχονταν σε Αγίους, όπως τον Άγιο Νικόλαο το θαλασσινό, Αη Γιώργη, Άγιο Μηνά, και κρεµούσαν τις εικόνες τους σε περίοπτη θέση µέσα στο µύλο, ψηλά στα δοκάρια («τουρλόξυλα»).
Νερόµυλοι
Οι νερόµυλοι επινοήθηκαν τον 1ο αιώνα π.Χ. και είναι άγνωστο από πότε λειτούργησαν στην Τήνο. Συνδέονται µε την παλαιά ονοµασία της Τήνου, Υδρούσα, αποκαλύπτοντας την παρουσία νερού και πηγών στο νησί. Έτσι, οι ντόπιοι εκµεταλλευόµενοι αυτό το πλεονέκτηµα, χρησιµοποίησαν νερόµυλους, εκτός από ανεµόµυλους για το άλεσµα των σιτηρών. Και αυτοί, όπως και οι ανεµόµυλοι, συναντιούνται µεµονωµένοι ή κατά συστάδες σε όλο το νησί, στα µέρη, όπου το νερό αφθονεί, όπως στη Λιβάδα, τη Μαρούλη, και την Περάστρα. Μέχρι πρόσφατα στην Τήνο λειτουργούσαν συστηµατικά οι νερόµυλοι. ∆υστυχώς όµως, όπως συνέβη και µε τους ανεµόµυλους, λόγω της τεχνολογίας περιέπεσαν στην αφάνεια και την αχρηστία.
Τέχνη στο µάρµαρο και την πέτρα
Αριστουργήµατα τέχνης από µάρµαρο µπορούν να βρεθούν παντού σε ολόκληρη την Τήνο. Στους δρόµους και τα σοκάκια του νησιού, στις εκκλησίες και τα σπίτια και γενικά όπου κι αν κοιτάξεις γύρω σου. Το Τηνιακό µάρµαρο έχει λαξευτεί µε αγάπη και φαντασία από ικανούς γλύπτες και τεχνίτες, και τα µαρµάρινα στολίδια και σκαλίσµατα διακοσµούν όλα τα µέρη, όπου το πέτρωµα αυτό έχει χρησιµοποιηθεί. Έτσι, πάντα δικαιώνει τον τεχνίτη για την επιλογή του. Το ξακουστό και µοναδικό µάρµαρο Τήνου, λευκό και πράσινο, χρησιµοποιήθηκε και εξακολουθεί να αποτελεί µια από τις πρώτες επιλογές για την επένδυση µνηµείων και αρχιτεκτονηµάτων. ∆εν προκαλεί, άλλωστε, εντύπωση ότι χρησιµοποιήθηκε στα Ανάκτορα του Buckingham και στο Μουσείο του Λούβρου.
Το Τηνιακό µεράκι, επακόλουθο της διαίσθησης και της αγάπης, κατόρθωσε να φτιάξει καλλιτεχνικά αριστουργήµατα, χρησιµοποιώντας τα ντόπια υλικά. Η Τήνος, ανεξαρτήτως των καλλιτεχνηµάτων της που έχουν µεταφερθεί σε άλλα µέρη της Ελλάδας αλλά και του κόσµου, εξακολουθεί να αποτελεί και να αποκαλείται ένα «υπαίθριο µουσείο παραδοσιακής µαρµαρογλυπτικής». Χαρακτηριστικό παράδειγµα τοπικής τέχνης αποτελούν οι εκκλησίες, τα κοιµητήρια (κυρίως τα µνήµατα στα χωριά Πύργος και Πλατιά), τα φρούρια/κάστρα, οι πηγές (κρήνες), τα χωριάτικα «πλυσταριά», οι ηµικυκλικοί φεγγίτες πάνω από τις χωριάτικες πόρτες, καθώς και οι λαξευµένες πέτρες πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα, οι οποίες κοσµούν τα σπίτια και τις εκκλησίες. Πρέπει να σηµειωθεί ότι κατά το 1845 στο νησί της Τήνου η µαρµαρογλυπτική και η αρχιτεκτονική αποτελούσαν βασικές προ-βιοµηχανικές µορφές, οι οποίες απασχολούσαν περισσότερους από χίλιους εργάτες και τεχνίτες.
Μαρµαροτεχνία-Μαρµαρογλυπτική
Ο σπουδαιότερος γλύπτης της αρχαιότητας, ο Φειδίας, κατά την παράδοση ήρθε στην Τήνο και δίδαξε την τέχνη του και τα µυστικά της. Σ’ αυτό συνηγορεί και η µεγάλη ποσότητα αρχαιολογικών ευρηµάτων. Τα ντόπια µάρµαρα χρησιµοποιήθηκαν και στην ανέγερση του ναού του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης στα Κιόνια, αλλά και Τήνιοι καλλιτέχνες βοήθησαν στην ανοικοδόµηση των Ιερών της ∆ήλου. Άλλωστε, τα λατοµεία του ξακουστού πράσινου µαρµάρου στην Τήνο λειτουργούσαν από τα αρχαία χρόνια και ιδιαίτερα τα ρωµαϊκά και παλαιοχριστιανικά.
Η µεγαλύτερη ανάπτυξη της Τέχνης του µαρµάρου, όµως, συνέβη µετά την Ελληνική Επανάσταση, το 1830, οπότε η Τήνος εξελίχθηκε στο µεγαλύτερο κέντρο µαρµαρογλυπτικής στην Ελλάδα, αλλά και σε ένα από τα µεγαλύτερα όλου του κόσµου. Οι Τηνιακοί µαρµαρογλύπτες µε την παγκόσµια φήµη που απέκτησαν δόξασαν το νησί τους. Η ίδια η Τήνος µε τα υπέροχα πετρώµατά της, το ανάγλυφό της και γενικά την οµορφιά της φύσης, ενέπνευσε και εµπνέει κάθε καλλιτέχνη. Οι δαντελωτές ακτές, τα σκαλιστά από τη φύση βράχια, οι γαλήνιες πλαγιές, αλλά και η άγρια φύση παραδοµένη στους µανιασµένους αέρηδες, οι οποίοι λαξεύουν κάθε είδους πέτρωµα αλλά και δίνουν φανταστικά σχήµατα, έως και τα δέντρα που ευδοκιµούν στο µέρος, αποτελούν έµπνευση και αναζωογονούν κάθε επισκέπτη του νησιού. ∆εν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι καλλιτέχνες πάσης φύσεως έρχονται στο νησί για να εµπνευστούν και να δηµιουργήσουν. Μερικοί απ’ αυτούς, µάλιστα, εγκαθίστανται εδώ και ανοίγουν τα εργαστήριά τους.
Στην ανάπτυξη και εξέλιξη της τέχνης στο µάρµαρο και την πέτρα συντέλεσαν κι άλλοι παράγοντες:
• Οι κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες που επικράτησαν στο νησί κατά περιόδους,
• η Ενετοκρατία και ο Καθολικισµός που ενίσχυσαν τη µαρµαρογλυπτική και γενικά ευνοούσαν τα καλλιτεχνήµατα,
• η Τηνιακή γη, πλούσια σε πετρώµατα και ξακουστή για το λευκό και πράσινο µάρµαρό της (ιδιαίτερα στα βορειοδυτικά του νησιού που βρίσκονται τα λατοµεία),
• η συµβίωση µε καλλιτέχνες και γλύπτες που ενέπνευσαν τους υπόλοιπους Τηνιακούς, αλλά και κληροδότησαν το έµφυτο ταλέντο,
• οι υποτροφίες του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύµατος Ευαγγελιστρίας Τήνου, µε τις οποίες σπούδασαν και ενισχύθηκαν πολλοί καλλιτέχνες (ανάµεσά τους ο Γύζης και ο Λύτρας),
• αλλά και η Σχολή Καλών Τεχνών που λειτούργησε στο χωριό Πύργος.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν και αναθέρµαναν τους ντόπιους, και όχι µόνο, να ασχοληθούν µε το µάρµαρο και την τέχνη του.
∆εν είναι τυχαίο ότι το επάγγελµα του µαρµαρά συνδέθηκε άµεσα µε αυτό του γλύπτη και του καλλιτέχνη. Μάλιστα, υπάρχουν τεκµήρια ότι το πρώτο οργανωµένο µαρµαράδικο λειτούργησε τον 17ο αιώνα στον Πύργο. Από τότε και στο εξής δηµιουργήθηκαν πολλά τέτοια εργαστήρια και η άµιλλα που αναπτύχθηκε µεταξύ τους ευνόησε την άνθησή τους µε αποκορύφωµα τον 19ο αιώνα, όταν και έφτασαν στο απόγειό τους. Τα ταξίδια των ντόπιων σε άλλα µέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού βοήθησαν στην υιοθέτηση πρωτότυπων και ποικίλων σχεδίων. Η τέχνη εξαπλώθηκε σε κάθε είδους δραστηριότητα και κατασκευή των Τηνίων. Έτσι, σήµερα συναντούµε αριστουργήµατα διάσπαρτα στην Τήνο: στις εκκλησίες και τα τέµπλα τους, στα υπέρθυρα των σπιτιών, στα οικόσηµα, στις βρύσες-κρήνες, στα µνήµατα, παντού, όπου µπορεί να φτάσει η έµπνευση του ντόπιου καλλιτέχνη.
Οι ξακουστοί Τηνιακοί γλύπτες, όπως ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο ∆ηµήτρης Φιλιππότης και πολλοί άλλοι, ταξίδεψαν σε αρκετά µέρη και εργάστηκαν σε πολλά έργα, όπως στα ανάκτορα, το Πανεπιστήµιο, την Ακαδηµία, το Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο Μέγαρο και αλλού.
Παρόλο που η µαρµαρογλυπτική και τα εργαστήριά της πέρασαν µια κρίση στα µισά του περασµένου αιώνα, ωστόσο η επιστροφή στις πατροπαράδοτες αξίες, έστω και για τουριστικούς λόγους ή για ανοικοδόµηση κατοικιών βασισµένων στα παραδοσιακά τηνιακά σπίτια, βοήθησε στη συνέχιση της µαρµαρογλυπτικής παράδοσης. Τα εργαστήρια αυτά υπάρχουν, κυρίως, στα χωριά Πύργος και Ιστέρνια, όπου δηλαδή συγκεντρώνεται και το µάρµαρο.
Τα διάφορα µουσεία του νησιού φιλοξενούν έργα Τηνίων καλλιτεχνών, αλλά και µια περιήγηση στα χωριά του δικαιώνει τον επισκέπτη που θέλει να γνωρίσει από κοντά καλλιτεχνήµατα από µάρµαρο και άλλα πετρώµατα, αφού υπάρχουν παντού, όπου φτάνει η ανθρώπινη φαντασία.
Οι νερόµυλοι επινοήθηκαν τον 1ο αιώνα π.Χ. και είναι άγνωστο από πότε λειτούργησαν στην Τήνο. Συνδέονται µε την παλαιά ονοµασία της Τήνου, Υδρούσα, αποκαλύπτοντας την παρουσία νερού και πηγών στο νησί. Έτσι, οι ντόπιοι εκµεταλλευόµενοι αυτό το πλεονέκτηµα, χρησιµοποίησαν νερόµυλους, εκτός από ανεµόµυλους για το άλεσµα των σιτηρών. Και αυτοί, όπως και οι ανεµόµυλοι, συναντιούνται µεµονωµένοι ή κατά συστάδες σε όλο το νησί, στα µέρη, όπου το νερό αφθονεί, όπως στη Λιβάδα, τη Μαρούλη, και την Περάστρα. Μέχρι πρόσφατα στην Τήνο λειτουργούσαν συστηµατικά οι νερόµυλοι. ∆υστυχώς όµως, όπως συνέβη και µε τους ανεµόµυλους, λόγω της τεχνολογίας περιέπεσαν στην αφάνεια και την αχρηστία.
Τέχνη στο µάρµαρο και την πέτρα
Αριστουργήµατα τέχνης από µάρµαρο µπορούν να βρεθούν παντού σε ολόκληρη την Τήνο. Στους δρόµους και τα σοκάκια του νησιού, στις εκκλησίες και τα σπίτια και γενικά όπου κι αν κοιτάξεις γύρω σου. Το Τηνιακό µάρµαρο έχει λαξευτεί µε αγάπη και φαντασία από ικανούς γλύπτες και τεχνίτες, και τα µαρµάρινα στολίδια και σκαλίσµατα διακοσµούν όλα τα µέρη, όπου το πέτρωµα αυτό έχει χρησιµοποιηθεί. Έτσι, πάντα δικαιώνει τον τεχνίτη για την επιλογή του. Το ξακουστό και µοναδικό µάρµαρο Τήνου, λευκό και πράσινο, χρησιµοποιήθηκε και εξακολουθεί να αποτελεί µια από τις πρώτες επιλογές για την επένδυση µνηµείων και αρχιτεκτονηµάτων. ∆εν προκαλεί, άλλωστε, εντύπωση ότι χρησιµοποιήθηκε στα Ανάκτορα του Buckingham και στο Μουσείο του Λούβρου.
Το Τηνιακό µεράκι, επακόλουθο της διαίσθησης και της αγάπης, κατόρθωσε να φτιάξει καλλιτεχνικά αριστουργήµατα, χρησιµοποιώντας τα ντόπια υλικά. Η Τήνος, ανεξαρτήτως των καλλιτεχνηµάτων της που έχουν µεταφερθεί σε άλλα µέρη της Ελλάδας αλλά και του κόσµου, εξακολουθεί να αποτελεί και να αποκαλείται ένα «υπαίθριο µουσείο παραδοσιακής µαρµαρογλυπτικής». Χαρακτηριστικό παράδειγµα τοπικής τέχνης αποτελούν οι εκκλησίες, τα κοιµητήρια (κυρίως τα µνήµατα στα χωριά Πύργος και Πλατιά), τα φρούρια/κάστρα, οι πηγές (κρήνες), τα χωριάτικα «πλυσταριά», οι ηµικυκλικοί φεγγίτες πάνω από τις χωριάτικες πόρτες, καθώς και οι λαξευµένες πέτρες πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα, οι οποίες κοσµούν τα σπίτια και τις εκκλησίες. Πρέπει να σηµειωθεί ότι κατά το 1845 στο νησί της Τήνου η µαρµαρογλυπτική και η αρχιτεκτονική αποτελούσαν βασικές προ-βιοµηχανικές µορφές, οι οποίες απασχολούσαν περισσότερους από χίλιους εργάτες και τεχνίτες.
Μαρµαροτεχνία-Μαρµαρογλυπτική
Ο σπουδαιότερος γλύπτης της αρχαιότητας, ο Φειδίας, κατά την παράδοση ήρθε στην Τήνο και δίδαξε την τέχνη του και τα µυστικά της. Σ’ αυτό συνηγορεί και η µεγάλη ποσότητα αρχαιολογικών ευρηµάτων. Τα ντόπια µάρµαρα χρησιµοποιήθηκαν και στην ανέγερση του ναού του Ποσειδώνα και της Αµφιτρίτης στα Κιόνια, αλλά και Τήνιοι καλλιτέχνες βοήθησαν στην ανοικοδόµηση των Ιερών της ∆ήλου. Άλλωστε, τα λατοµεία του ξακουστού πράσινου µαρµάρου στην Τήνο λειτουργούσαν από τα αρχαία χρόνια και ιδιαίτερα τα ρωµαϊκά και παλαιοχριστιανικά.
Η µεγαλύτερη ανάπτυξη της Τέχνης του µαρµάρου, όµως, συνέβη µετά την Ελληνική Επανάσταση, το 1830, οπότε η Τήνος εξελίχθηκε στο µεγαλύτερο κέντρο µαρµαρογλυπτικής στην Ελλάδα, αλλά και σε ένα από τα µεγαλύτερα όλου του κόσµου. Οι Τηνιακοί µαρµαρογλύπτες µε την παγκόσµια φήµη που απέκτησαν δόξασαν το νησί τους. Η ίδια η Τήνος µε τα υπέροχα πετρώµατά της, το ανάγλυφό της και γενικά την οµορφιά της φύσης, ενέπνευσε και εµπνέει κάθε καλλιτέχνη. Οι δαντελωτές ακτές, τα σκαλιστά από τη φύση βράχια, οι γαλήνιες πλαγιές, αλλά και η άγρια φύση παραδοµένη στους µανιασµένους αέρηδες, οι οποίοι λαξεύουν κάθε είδους πέτρωµα αλλά και δίνουν φανταστικά σχήµατα, έως και τα δέντρα που ευδοκιµούν στο µέρος, αποτελούν έµπνευση και αναζωογονούν κάθε επισκέπτη του νησιού. ∆εν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι καλλιτέχνες πάσης φύσεως έρχονται στο νησί για να εµπνευστούν και να δηµιουργήσουν. Μερικοί απ’ αυτούς, µάλιστα, εγκαθίστανται εδώ και ανοίγουν τα εργαστήριά τους.
Στην ανάπτυξη και εξέλιξη της τέχνης στο µάρµαρο και την πέτρα συντέλεσαν κι άλλοι παράγοντες:
• Οι κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες που επικράτησαν στο νησί κατά περιόδους,
• η Ενετοκρατία και ο Καθολικισµός που ενίσχυσαν τη µαρµαρογλυπτική και γενικά ευνοούσαν τα καλλιτεχνήµατα,
• η Τηνιακή γη, πλούσια σε πετρώµατα και ξακουστή για το λευκό και πράσινο µάρµαρό της (ιδιαίτερα στα βορειοδυτικά του νησιού που βρίσκονται τα λατοµεία),
• η συµβίωση µε καλλιτέχνες και γλύπτες που ενέπνευσαν τους υπόλοιπους Τηνιακούς, αλλά και κληροδότησαν το έµφυτο ταλέντο,
• οι υποτροφίες του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύµατος Ευαγγελιστρίας Τήνου, µε τις οποίες σπούδασαν και ενισχύθηκαν πολλοί καλλιτέχνες (ανάµεσά τους ο Γύζης και ο Λύτρας),
• αλλά και η Σχολή Καλών Τεχνών που λειτούργησε στο χωριό Πύργος.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι ενίσχυσαν και αναθέρµαναν τους ντόπιους, και όχι µόνο, να ασχοληθούν µε το µάρµαρο και την τέχνη του.
∆εν είναι τυχαίο ότι το επάγγελµα του µαρµαρά συνδέθηκε άµεσα µε αυτό του γλύπτη και του καλλιτέχνη. Μάλιστα, υπάρχουν τεκµήρια ότι το πρώτο οργανωµένο µαρµαράδικο λειτούργησε τον 17ο αιώνα στον Πύργο. Από τότε και στο εξής δηµιουργήθηκαν πολλά τέτοια εργαστήρια και η άµιλλα που αναπτύχθηκε µεταξύ τους ευνόησε την άνθησή τους µε αποκορύφωµα τον 19ο αιώνα, όταν και έφτασαν στο απόγειό τους. Τα ταξίδια των ντόπιων σε άλλα µέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού βοήθησαν στην υιοθέτηση πρωτότυπων και ποικίλων σχεδίων. Η τέχνη εξαπλώθηκε σε κάθε είδους δραστηριότητα και κατασκευή των Τηνίων. Έτσι, σήµερα συναντούµε αριστουργήµατα διάσπαρτα στην Τήνο: στις εκκλησίες και τα τέµπλα τους, στα υπέρθυρα των σπιτιών, στα οικόσηµα, στις βρύσες-κρήνες, στα µνήµατα, παντού, όπου µπορεί να φτάσει η έµπνευση του ντόπιου καλλιτέχνη.
Οι ξακουστοί Τηνιακοί γλύπτες, όπως ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο ∆ηµήτρης Φιλιππότης και πολλοί άλλοι, ταξίδεψαν σε αρκετά µέρη και εργάστηκαν σε πολλά έργα, όπως στα ανάκτορα, το Πανεπιστήµιο, την Ακαδηµία, το Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο Μέγαρο και αλλού.
Παρόλο που η µαρµαρογλυπτική και τα εργαστήριά της πέρασαν µια κρίση στα µισά του περασµένου αιώνα, ωστόσο η επιστροφή στις πατροπαράδοτες αξίες, έστω και για τουριστικούς λόγους ή για ανοικοδόµηση κατοικιών βασισµένων στα παραδοσιακά τηνιακά σπίτια, βοήθησε στη συνέχιση της µαρµαρογλυπτικής παράδοσης. Τα εργαστήρια αυτά υπάρχουν, κυρίως, στα χωριά Πύργος και Ιστέρνια, όπου δηλαδή συγκεντρώνεται και το µάρµαρο.
Τα διάφορα µουσεία του νησιού φιλοξενούν έργα Τηνίων καλλιτεχνών, αλλά και µια περιήγηση στα χωριά του δικαιώνει τον επισκέπτη που θέλει να γνωρίσει από κοντά καλλιτεχνήµατα από µάρµαρο και άλλα πετρώµατα, αφού υπάρχουν παντού, όπου φτάνει η ανθρώπινη φαντασία.
Φεγγίτες ή υπέρθυρα
Οι φεγγίτες/φωτοθυρίδες (ή «υπέρθυρα» µε την ντόπια ονοµασία) απαντώνται σε ολόκληρο το νησί. Αποτελούν αυθεντικές δηµιουργίες παραδοσιακών χτιστών της Τήνου και πλέον είναι άµεσα συνδεδεµένοι µε το παραδοσιακό Τηνιακό σπίτι. Είναι µαρµαρόγλυπτα, ορθογώνια ή ηµικυκλικά, µε διάφορα διάτρητα σχέδια προσφέροντας καλύτερο φωτισµό και εξαερισµό στο τηνιακό σπίτι. Αποτελούν εξέλιξη του «ανακουφιστικού τριγώνου» της αρχαίας µυκηναϊκής περιόδου. Πολλοί από αυτούς τους φεγγίτες έχουν διατηρήσει την οργανική τους θέση στα σπίτια των χωριών και της πόλης της Τήνου µέχρι και σήµερα. Τοποθετούνται πάνω από τις εξωτερικές πόρτες, τα παράθυρα, αλλά και πάνω από τις εσωτερικές πόρτες του σπιτιού, ώστε να προσφέρουν φωτισµό και στα σκοτεινά δωµάτια (τα παραδοσιακά σπίτια έχουν λιγοστά και µικρά ανοίγµατα). Αυτά τα καλλιτεχνήµατα, µε διακοσµητικά µοτίβα, όπως πουλιά, πλοία, καΐκια, λουλούδια,ψάρια, δέντρα κ.ά., συχνά βυζαντινής ή ενετικής τεχνοτροπίας, είναι χαρακτηριστικά παραδείγµατα της καλλιτεχνικής µοναδικότητας της Τήνου, έχουν τεράστια αισθητική αξία, αποτελούν στολίδι των σπιτιών και έχουν µεγάλη απήχηση στον κόσµο της Τέχνης.
Εκτός από τους πρακτικούς λόγους χρήσης τους, τα υπέρθυρα στόλιζαν το εξωτερικό του σπιτιού, έφεραν οικόσηµα-εµβλήµατα των επιφανών οικογενειών, αλλά και φύλασσαν την οικογένεια µε τα ρητά που χαράσσονταν σ’ αυτά. Άλλωστε, σύµφωνα µε τη λαϊκή παράδοση η κύρια είσοδος του σπιτιού προσβάλλεται από δαιµόνια, και γι’ αυτό πρέπει να φυλάσσεται. Σε ορισµένα σπίτια στην Τήνο δε συναντούµε υπέρθυρα. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι η οικονοµική δυσχέρεια του ιδιοκτήτη, πράγµα που δηλώνει το κύρος που προσέθετε στον κάθε σπιτονοικοκύρη η ύπαρξή τους.
Οι φεγγίτες/φωτοθυρίδες (ή «υπέρθυρα» µε την ντόπια ονοµασία) απαντώνται σε ολόκληρο το νησί. Αποτελούν αυθεντικές δηµιουργίες παραδοσιακών χτιστών της Τήνου και πλέον είναι άµεσα συνδεδεµένοι µε το παραδοσιακό Τηνιακό σπίτι. Είναι µαρµαρόγλυπτα, ορθογώνια ή ηµικυκλικά, µε διάφορα διάτρητα σχέδια προσφέροντας καλύτερο φωτισµό και εξαερισµό στο τηνιακό σπίτι. Αποτελούν εξέλιξη του «ανακουφιστικού τριγώνου» της αρχαίας µυκηναϊκής περιόδου. Πολλοί από αυτούς τους φεγγίτες έχουν διατηρήσει την οργανική τους θέση στα σπίτια των χωριών και της πόλης της Τήνου µέχρι και σήµερα. Τοποθετούνται πάνω από τις εξωτερικές πόρτες, τα παράθυρα, αλλά και πάνω από τις εσωτερικές πόρτες του σπιτιού, ώστε να προσφέρουν φωτισµό και στα σκοτεινά δωµάτια (τα παραδοσιακά σπίτια έχουν λιγοστά και µικρά ανοίγµατα). Αυτά τα καλλιτεχνήµατα, µε διακοσµητικά µοτίβα, όπως πουλιά, πλοία, καΐκια, λουλούδια,ψάρια, δέντρα κ.ά., συχνά βυζαντινής ή ενετικής τεχνοτροπίας, είναι χαρακτηριστικά παραδείγµατα της καλλιτεχνικής µοναδικότητας της Τήνου, έχουν τεράστια αισθητική αξία, αποτελούν στολίδι των σπιτιών και έχουν µεγάλη απήχηση στον κόσµο της Τέχνης.
Εκτός από τους πρακτικούς λόγους χρήσης τους, τα υπέρθυρα στόλιζαν το εξωτερικό του σπιτιού, έφεραν οικόσηµα-εµβλήµατα των επιφανών οικογενειών, αλλά και φύλασσαν την οικογένεια µε τα ρητά που χαράσσονταν σ’ αυτά. Άλλωστε, σύµφωνα µε τη λαϊκή παράδοση η κύρια είσοδος του σπιτιού προσβάλλεται από δαιµόνια, και γι’ αυτό πρέπει να φυλάσσεται. Σε ορισµένα σπίτια στην Τήνο δε συναντούµε υπέρθυρα. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι η οικονοµική δυσχέρεια του ιδιοκτήτη, πράγµα που δηλώνει το κύρος που προσέθετε στον κάθε σπιτονοικοκύρη η ύπαρξή τους.
ΑΛΩΝΙΣΜΑ-ΛΙΧΝΙΣΜΑ
Ο επισκέπτης της Τήνου έχει την ευκαιρία να δει και να θαυµάσει ένα ακόµα δηµιούργηµα φτιαγµένο µε τέχνη και µεράκι από τους µάστορες της τηνιακής πέτρας: το αλώνι. Έχει σχήµα κυκλικό µε διάµετρο 4-5µ, πλακόστρωτο δάπεδο και τοιχώµατα από όρθιες πλάκες ύψους 50-60 εκ. Γύρω από το άνοιγµα του αλωνιού υπάρχει ένα πέτρινο διάζωµα (αζούρι). Έξω από το αλώνι ο αγρότης έχει συγκεντρώσει δεµάτια από στάχυα (χειροβόλους), τα οποία σχηµατίζουν τη θηµωνιά. Στις αρχές Ιουλίου ξεκινά το αλώνισµα. Για το σκοπό αυτό ο χωρικός φέρνει στο αλώνι δυο αγελάδες συνήθως (ενίοτε, όµως, µια αγελάδα και ένα µουλάρι ή γαϊδούρι), τις οποίες βάζει στο ζυγό και, αφού ρίξει µέσα στο αλώνι 8-10 δεµάτια, αρχίζει το αλώνισµα. ∆ηλαδή, περιφέρει τις αγελάδες κυκλικά, ενώ αυτός ακολουθεί από πίσω παροτρύνοντάς τες να τρέχουν, για να τρίβονται τα στάχυα και να αποχωρίζεται ο καρπός. Όταν κρίνει ότι τα στάχυα πατήθηκαν καλά, ρίχνει άλλα δεµάτια (πέταγµα) κ.ο.κ. µέχρι να τελειώσει η θηµωνιά. Επειδή το αλώνισµα πραγµατοποιείται κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, ο αλωνιστής δέχεται δροσερό νερό και ψωµοτύρι από µέλη της οικογένειάς του, που βαδίζουν ταυτόχρονα µαζί του πάνω στο διάζωµα του αλωνιού.
Το λίχνισµα ακολουθεί το αλώνισµα, αλλά για να λιχνίσει ο αγρότης, πρέπει να φυσά ελαφρό αεράκι, του οποίου την ένταση και κατεύθυνση διαπιστώνει πετώντας λίγα στάχυα ψηλά. Όταν το κρίνει κατάλληλο, αρχίζει η διαδικασία του λιχνίσµατος, συνήθως πολύ πρωί. Με το λιχνιστίρι («δικριάνι», κάτι σαν ξύλινη τρίαινα) πετά ψηλά τα στάχυα, τα οποία το αεράκι τα παρασύρει έξω και δίπλα στο αλώνι, όπου σχηµατίζεται ένας σωρός από άχυρα, που αργότερα θα µεταφερθούν στον αχυρώνα («αχεριώνα») για τροφή των ζώων το χειµώνα. Ο καρπός, σιτάρι, κριθάρι κ.λ.π., ως βαρύτερος, κατακάθεται µέσα στο αλώνι, για να ακολουθήσει το κοσκίνισµά του στην αρχή µε το δριµόνι και µετά µε το κόσκινο, για λεπτοµερέστερο καθαρισµό. Στη συνέχεια µε τενεκέδες, οι οποίοι αποτελούν και µονάδα χωρητικότητας, γεµίζονται τσουβάλια και έτσι µεταφέρεται ο καρπός στην αποθήκη, και αργότερα στο µύλο για άλεσµα.
Ο επισκέπτης της Τήνου έχει την ευκαιρία να δει και να θαυµάσει ένα ακόµα δηµιούργηµα φτιαγµένο µε τέχνη και µεράκι από τους µάστορες της τηνιακής πέτρας: το αλώνι. Έχει σχήµα κυκλικό µε διάµετρο 4-5µ, πλακόστρωτο δάπεδο και τοιχώµατα από όρθιες πλάκες ύψους 50-60 εκ. Γύρω από το άνοιγµα του αλωνιού υπάρχει ένα πέτρινο διάζωµα (αζούρι). Έξω από το αλώνι ο αγρότης έχει συγκεντρώσει δεµάτια από στάχυα (χειροβόλους), τα οποία σχηµατίζουν τη θηµωνιά. Στις αρχές Ιουλίου ξεκινά το αλώνισµα. Για το σκοπό αυτό ο χωρικός φέρνει στο αλώνι δυο αγελάδες συνήθως (ενίοτε, όµως, µια αγελάδα και ένα µουλάρι ή γαϊδούρι), τις οποίες βάζει στο ζυγό και, αφού ρίξει µέσα στο αλώνι 8-10 δεµάτια, αρχίζει το αλώνισµα. ∆ηλαδή, περιφέρει τις αγελάδες κυκλικά, ενώ αυτός ακολουθεί από πίσω παροτρύνοντάς τες να τρέχουν, για να τρίβονται τα στάχυα και να αποχωρίζεται ο καρπός. Όταν κρίνει ότι τα στάχυα πατήθηκαν καλά, ρίχνει άλλα δεµάτια (πέταγµα) κ.ο.κ. µέχρι να τελειώσει η θηµωνιά. Επειδή το αλώνισµα πραγµατοποιείται κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, ο αλωνιστής δέχεται δροσερό νερό και ψωµοτύρι από µέλη της οικογένειάς του, που βαδίζουν ταυτόχρονα µαζί του πάνω στο διάζωµα του αλωνιού.
Το λίχνισµα ακολουθεί το αλώνισµα, αλλά για να λιχνίσει ο αγρότης, πρέπει να φυσά ελαφρό αεράκι, του οποίου την ένταση και κατεύθυνση διαπιστώνει πετώντας λίγα στάχυα ψηλά. Όταν το κρίνει κατάλληλο, αρχίζει η διαδικασία του λιχνίσµατος, συνήθως πολύ πρωί. Με το λιχνιστίρι («δικριάνι», κάτι σαν ξύλινη τρίαινα) πετά ψηλά τα στάχυα, τα οποία το αεράκι τα παρασύρει έξω και δίπλα στο αλώνι, όπου σχηµατίζεται ένας σωρός από άχυρα, που αργότερα θα µεταφερθούν στον αχυρώνα («αχεριώνα») για τροφή των ζώων το χειµώνα. Ο καρπός, σιτάρι, κριθάρι κ.λ.π., ως βαρύτερος, κατακάθεται µέσα στο αλώνι, για να ακολουθήσει το κοσκίνισµά του στην αρχή µε το δριµόνι και µετά µε το κόσκινο, για λεπτοµερέστερο καθαρισµό. Στη συνέχεια µε τενεκέδες, οι οποίοι αποτελούν και µονάδα χωρητικότητας, γεµίζονται τσουβάλια και έτσι µεταφέρεται ο καρπός στην αποθήκη, και αργότερα στο µύλο για άλεσµα.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ
Η αγάπη των Τηνίων για την ιδιαίτερη πατρίδα τους υπήρξε µοναδική, κάτι που αποδεικνύεται και από τους 50 περίπου πολιτιστικούς συλλόγους που δραστηριοποιούνται σήµερα. ∆εν υπάρχει ούτε ένα χωριό της Τήνου ή συνοικισµός που να µην έχει τον πολιτιστικό του σύλλογο. Η αρχή έγινε το 1876 όταν ιδρύθηκε η Αδελφότης των εν Αθήναις Τηνίων που εδράζεται στην οδό Λ. Αλεξάνδρας και Ασηµάκη Φωτήλα. Το κύµα της αστυφιλίας που κατέλαβε τους Έλληνες την δεκαετία του ’50 έφερε πολλούς Τηνίους στην πρωτεύουσα. Η αγάπη τους, όµως, για το χωριό τους, την εκκλησία τους, το σχολείο τους, τα σπίτια των προγόνων τους τους προέτρεψε να δηµιουργήσουν συλλόγους για το κάθε χωριό ξεχωριστά. Έτσι, στα µέσα της δεκαετίας του 1940 εµφανίζονται οι πρώτοι σύλλογοι όπως της Καρυάς, Καρδιανής κ.ά.
Το έργο που αναπτύσσουν είναι πραγµατικά ξεχωριστό, και σ’ αυτούς οφείλεται σε µεγάλο βαθµό η διατήρηση των εθίµων και των παραδόσεων του νησιού, καθώς επίσης ως ένα βαθµό και η προστασία της αρχιτεκτονικής των χωριών από πολεοδοµικές υπερβάσεις.
Πέρα από την προσφορά τους σε έργα κοινής ωφελείας αξίζει να σηµειωθεί η σηµαντική συµβολή τους στη διατήρηση περιστεριώνων, µονοπατιών, ρακιζιών, µύλων, αλωνιών, καθώς και της ξερολιθιάς.
Αξιοσηµείωτη είναι, ακόµα, η παρουσίαση από αυτούς πολιτιστικών εκδηλώσεων µε οµιλητές καταξιωµένους επιστήµονες πάνω σε θέµατα παιδείας, θρησκείας, παράδοσης, πολιτισµού κ.ά.
Ο επισκέπτης του νησιού έχει την ευκαιρία, ιδίως τους καλοκαιρινούς µήνες, να επιλέξει µέσα από τις πολλές αξιόλογες εκδηλώσεις αυτή που τον ενδιαφέρει και, παράλληλα, στο τέλος της εκδήλωσης να απολαύσει τηνιακά γλυκά και ρακί.
Η αγάπη των Τηνίων για την ιδιαίτερη πατρίδα τους υπήρξε µοναδική, κάτι που αποδεικνύεται και από τους 50 περίπου πολιτιστικούς συλλόγους που δραστηριοποιούνται σήµερα. ∆εν υπάρχει ούτε ένα χωριό της Τήνου ή συνοικισµός που να µην έχει τον πολιτιστικό του σύλλογο. Η αρχή έγινε το 1876 όταν ιδρύθηκε η Αδελφότης των εν Αθήναις Τηνίων που εδράζεται στην οδό Λ. Αλεξάνδρας και Ασηµάκη Φωτήλα. Το κύµα της αστυφιλίας που κατέλαβε τους Έλληνες την δεκαετία του ’50 έφερε πολλούς Τηνίους στην πρωτεύουσα. Η αγάπη τους, όµως, για το χωριό τους, την εκκλησία τους, το σχολείο τους, τα σπίτια των προγόνων τους τους προέτρεψε να δηµιουργήσουν συλλόγους για το κάθε χωριό ξεχωριστά. Έτσι, στα µέσα της δεκαετίας του 1940 εµφανίζονται οι πρώτοι σύλλογοι όπως της Καρυάς, Καρδιανής κ.ά.
Το έργο που αναπτύσσουν είναι πραγµατικά ξεχωριστό, και σ’ αυτούς οφείλεται σε µεγάλο βαθµό η διατήρηση των εθίµων και των παραδόσεων του νησιού, καθώς επίσης ως ένα βαθµό και η προστασία της αρχιτεκτονικής των χωριών από πολεοδοµικές υπερβάσεις.
Πέρα από την προσφορά τους σε έργα κοινής ωφελείας αξίζει να σηµειωθεί η σηµαντική συµβολή τους στη διατήρηση περιστεριώνων, µονοπατιών, ρακιζιών, µύλων, αλωνιών, καθώς και της ξερολιθιάς.
Αξιοσηµείωτη είναι, ακόµα, η παρουσίαση από αυτούς πολιτιστικών εκδηλώσεων µε οµιλητές καταξιωµένους επιστήµονες πάνω σε θέµατα παιδείας, θρησκείας, παράδοσης, πολιτισµού κ.ά.
Ο επισκέπτης του νησιού έχει την ευκαιρία, ιδίως τους καλοκαιρινούς µήνες, να επιλέξει µέσα από τις πολλές αξιόλογες εκδηλώσεις αυτή που τον ενδιαφέρει και, παράλληλα, στο τέλος της εκδήλωσης να απολαύσει τηνιακά γλυκά και ρακί.
ΤΗΝΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
Το 1877 κυκλοφόρησε η πρώτη εφηµερίδα του νησιού µε την ονοµασία «ΤΗΝΟΣ» και διευθυντή τον Νικ. Αγγελίδη, ενώ ακολούθησε η «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ» το 1881. Σ’ αυτά τα 130 χρόνια έχουν εκδοθεί πάνω από 60 εφηµερίδες, άλλες µε µακρόχρονη και άλλες µε βραχύχρονη παρουσία. Η συµβολή τους στην ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονοµιάς του νησιού είναι σηµαντική, ενώ ακόµα αποτελούν το συνδετικό κρίκο των απανταχού ευρισκοµένων Τηνίων µε τη γενέτειρά τους. ∆εν είναι, άλλωστε, λίγες οι φορές που ο Τηνιακός τύπος στάθηκε εµπόδιο στην αλλοτρίωση του περιβάλλοντος συγκρουόµενος µε συµφέροντα. Σήµερα κυκλοφορούν οι παρακάτω εφηµερίδες και περιοδικά:
«Κυκλαδικόν Φως» (1950)
«Ο Φάρος της Τήνου» (1959)
«Υστερνιώτικα» (1983)
«Τηνιακά Σύµµεικτα» (1993)
«Φωνή της Καρυάς» (1998)
«Τα Νέα της Καρδιανής» (1999)
Το 1877 κυκλοφόρησε η πρώτη εφηµερίδα του νησιού µε την ονοµασία «ΤΗΝΟΣ» και διευθυντή τον Νικ. Αγγελίδη, ενώ ακολούθησε η «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ» το 1881. Σ’ αυτά τα 130 χρόνια έχουν εκδοθεί πάνω από 60 εφηµερίδες, άλλες µε µακρόχρονη και άλλες µε βραχύχρονη παρουσία. Η συµβολή τους στην ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονοµιάς του νησιού είναι σηµαντική, ενώ ακόµα αποτελούν το συνδετικό κρίκο των απανταχού ευρισκοµένων Τηνίων µε τη γενέτειρά τους. ∆εν είναι, άλλωστε, λίγες οι φορές που ο Τηνιακός τύπος στάθηκε εµπόδιο στην αλλοτρίωση του περιβάλλοντος συγκρουόµενος µε συµφέροντα. Σήµερα κυκλοφορούν οι παρακάτω εφηµερίδες και περιοδικά:
«Κυκλαδικόν Φως» (1950)
«Ο Φάρος της Τήνου» (1959)
«Υστερνιώτικα» (1983)
«Τηνιακά Σύµµεικτα» (1993)
«Φωνή της Καρυάς» (1998)
«Τα Νέα της Καρδιανής» (1999)
Από το tinos360
Πηγή kalyterotera.gr
0 Comments :
Δημοσίευση σχολίου