Έθιμο από τα παλιά που ακόμα κρατά στις μέρες μας στις αγροτικές περιοχές των χωριών μας στα Κάτω Μέρη.
Κάθε οικογένεια εκείνα τα χρόνια είχαν από 2 χοίρους και πάνω για να εξασφαλίσουν το κρέας της χρονιάς. Σωστό πανηγύρι τα χοιροσφάγια με πολύ κόσμο να βοηθάει στις διάφορες ειδικές εργασίες και δεξιοτεχνίες που απαιτεί αυτή η κατά κάποιον τρόπο τελετουργία-αφού οι άνθρωποι που βοηθούσαν κάθε χρόνο ήταν εξαίρετοι στο είδος τους, τους προτιμούσαν όλοι και όλα γίνονταν με συγκεκριμένο τρόπο.
Χρειαζόταν μαεστρία στο κόψιμο του κρέατος , αλλά και ταλέντο στη μαγειρική από τις γυναίκες που αναλάμβαναν δράση.
Σε πρώτη φάση βράζονταν το κρέας για τη σούπα-τα λεγόμενα βραστά-ενώ παράλληλα ψήνονταν στο λίπος τους τα σίσερα.
Παλαιότερα που τα ψυγεία και οι καταψύκτες ήταν άγνωστα αντικείμενα και οι αναφορές σε τριγλυκερίδια και χοληστερίνες ανύπαρκτες, υπήρχαν και τα σύγλινα: μεγαλύτερα κομμάτια κρέατος , πολλές φορές με κόκαλο, που ψήνονταν κι αυτά στο λίπος τους αλλά αποθηκεύονταν μέσα σ’αυτό-στη λεγόμενη γλίνα, εξ’ού και τ’όνομα. Υπήρχαν ειδικές ζάρες-κιούπια όπου φυλάσσονταν τα «πολύτιμα» για εκείνο τον καιρό καλούδια και συνόδευαν ομελέτες, χόρτα, οτιδήποτε ήθελε η μαγείρισσα να νοστιμήσει.
Έτσι το βασικό μενού της ημέρας αποτελούσε η κόκκινη σούπα με χοιρινό κρέας συνοδευόμενο με βραστές πατάτες, ξυδιαστά κι ελιές, ενώ ως ορεκτικά εμφανίζονταν
το «κόκκινο» φαΐ , τα λεγόμενα γλυκάδια, κομμάτια πιο γλυκού κρέατος με λίπος που όφειλε την νοστιμιά του στο τσιγάρισμα με κρεμμύδι
και το τηγανητό συκώτι. Κάποιες φορές το συκώτι προσφερόταν ως πρώτος μεζές της μέρας με τηγανητές πατάτες (καβουρντιστές τις έλεγε η γιαγιά μου) σ'αυτούς που βοηθούσαν(πολεμούσαν) ακούραστοι όλη μέρα.
Κι αυτά ήταν τα απαραίτητα για την πρώτη μέρα. Ακολουθούσε και δεύτερη με παραλλαγές από χωριό σε χωριό.
Τη δεύτερη μέρα λοιπόν, εάν δεν είχαν προλάβει την προηγούμενη, σειρά είχαν τα περιβόητα λουκάνικα.
Το κρέας έχοντας μετατραπεί σε κιμάς και με μπόλικο μάραθο και μπαχάρια, περίμενε με ησυχία να γεμιστεί.
Γι αυτό τον σκοπό υπήρχε συγκεκριμένο μηχάνημα, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, όπου με το κατάλληλο χωνί γεμίζονταν.
Παλαιότερα που δεν υπήρχε η δυνατότητα τέτοιου εργαλείου η εναλλακτική και κοπιαστικότερη λύση ήταν δια χειρός!
Στη συνέχεια τα λουκάνικα τα τρυπούσαν με σακοράφα για να φύγει ο επιπλέον αέρας και αφού «ξεπλένονταν» σε κρασί έπαιρναν τη θέση τους στα καλάμια όπου έμεναν όσο χρειαζόταν μέχρι κάπως να στεγνώσουν και κατόπιν τα κατέβαζαν σε αεριζόμενο κατώι όπου και παρέμεναν.
Στις μέρες του καταψύκτη ο χρόνος αερισμού είναι περιορισμένος στις 10-15 μέρες ανάλογα τον καιρό. Τότε όμως έπρεπε να μείνουν μέχρι να ξεραθούν εντελώς. Ή τα έβαζαν στην γλίνα και αυτά.
0 Comments :
Δημοσίευση σχολίου