νεα κρητη totalfitness news

            ΜΝΗΜΗ ΓΙΑΝΝΗ ΦΩΣΚΟΛΟΥ

Ευ­χα­ρι­στώ ε­γκαρ­δί­ως τους διορ­γα­νω­τές της α­πο­ψι­νής εκ­δή­λω­σης που μου έ­κα­ναν την ε­ξαι­ρε­τι­κή τι­μή να με καλέσουν να μιλήσω στην α­φιε­ρω­μέ­νη στον α­λη­σμό­νη­το Γιάννη Φώ­σκο­λο διορ­γά­νω­ση.
Η πρό­σκλη­ση ή­ταν για μέ­να και μια πρό­κλη­ση. Με έ­φερε α­ντι­μέ­τω­πο με το χτες, με την α­γω­νί­α της ύ­παρ­ξης, από την ο­ποί­α η τύρ­βη της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας μας α­πο­σπά μεν, πλην ό­μως υ­πο­δο­ρί­ως ε­ξα­κο­λου­θεί να δια­τρέ­χει την κά­θε μας στιγ­μή. Με έ­φε­ρε α­ντι­μέ­τω­πο με την α­πώ­λεια, την α­να­χώ­ρηση του Γιάν­νη Φώ­σκο­λου. Με ε­ξέ­πλη­ξε, μπο­ρώ να πω, για­τί είχα την α­πό­λυ­τη πεποί­θη­ση ό­τι δεν εί­ναι α­πών, αλ­λά ε­ξα­κο­λου­θεί να κυ­κλο­φο­ρεί α­νά­με­σά μας, να μας κα­θι­στά κοι­νω­νούς των ο­νεί­ρων και των προ­βλη­μα­τι­σμών του. Και ί­σως κά­τι τέ­τοιο συμ­βαί­νει, για­τί, ό­πως ε­πι­μέ­νει στη «Λή­θη» του ο Λο­ρέ­ντζος Μαβί­λης, ο υ­πέ­ρο­χος αυ­τός ποι­η­τής, πα­τριώ­της κι άν­θρω­πος:
«Τό­τε πε­θαί­νουν οι νε­κροί, ό­ταν τους λη­σμο­νά­με».
Και πώς να λη­σμο­νή­σου­με έ­ναν τέ­τοιο άν­θρω­πο που ο Κύ­ριος τον προίκι­σε με τη σπά­νια ι­κα­νό­τη­τα να ο­νει­ρεύ­ε­ται, αλ­λά και να κά­νει τα ό­νει­ρα πράξη; Να α­φή­νει βα­θιά ί­χνη στο πέ­ρα­σμά του και, κυ­ρί­ως, μνή­μη α­γα­θή;
Η πρό­σκλη­ση με πή­γε πολ­λά χρό­νια πριν, ό­χι βέ­βαια στις υ­πέ­ρο­χες εκ­δη­λώ­σεις πο­λι­τι­σμού που διορ­γά­νω­νε, αλ­λά σ’ έ­ναν πε­ρί­πα­το στα ε­ρεί­πια του α­νεμο­μύ­λων που υ­πέρ­κει­νται του Σμαρ­δά­κι­του, λί­γο πριν να έ­χει τη με­γά­λη συ­νάντη­ση με τη Μοί­ρα. Έ­νας πε­ρί­πα­τος - ε­ξο­μο­λό­γη­ση εκ βα­θέ­ων για τις α­γω­νίες και τα ό­νει­ρά του. Και τί­πο­τε εξ αυ­τών δεν α­φο­ρού­σε τον ί­διο ή στο στε­νό οι­κο­γε­νεια­κό του πε­ρι­βάλ­λον, αλ­λά την ο­μορ­φιά της ζω­ής, ατομικής και συλλογικής. Για­τί ο Φώ­σκο­λος ή­ταν καλ­λι­τέ­χνης· δη­μιουρ­γός! Μό­νι­μα ε­ρω­τευ­μέ­νος με την ο­μορ­φιά!  Σί­γουρα δε γνώ­ρι­ζε τη Διο­τί­μα, την ιέ­ρεια α­πό τη Μα­ντί­νεια, η ο­ποί­α στο πλα­τω­νι­κό «Συ­μπό­σιο» ό­ρι­ζε τον έ­ρω­τα ως γέν­νη­ση μέ­σα στο ω­ραί­ο. Δε γνώ­ρι­ζε τον υ­ψιπε­τή λο­γι­σμό του θεί­ου Πλά­τω­να, πλην ό­μως ζού­σε πη­γαί­α την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά του ως γέν­νη­ση, δη­μιουρ­γί­α, μέ­σα στην ο­μορ­φιά, κι αυ­τό, για­τί εί­χε την ο­μορ­φιά μέ­σα στην ψυ­χή του.
Α­κού­με κατ’ ε­πα­νά­λη­ψη τις δύ­σκο­λες αυ­τές μέ­ρες που διέρ­χε­ται ο τό­πος μας πως η κρί­ση εί­ναι κα­τά βά­θος η­θι­κή και χω­ρίς κα­μιά αμ­φι­βο­λί­α έ­ως έ­να βαθμό έ­τσι εί­ναι. Να εί­στε, ό­μως, βέ­βαιοι πως αν α­πό­ψε μπο­ρού­σε να μας μι­λή­σει ο Φώ­σκο­λος, θα δια­φο­ρο­ποιεί­το. Θα ε­πέ­με­νε μετ’ εμ­φά­σε­ως —και η ε­λα­χι­στό­τη­τά μου θα συμ­φω­νού­σε α­πο­λύ­τως— πως η κρί­ση εί­ναι κατ’ ε­ξο­χήν αι­σθη­τική, δη­λα­δή α­που­σί­α της ο­μορ­φιάς α­πό τη ζω­ής μας, α­πό την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας. Κά­τι που δεν το συ­νει­δη­το­ποιού­με ε­μείς οι ε­μπε­ρί­στα­τοι και μετ’ ε­πιτά­σε­ως ορ­θο­το­μού­ντες τον λό­γο πά­σης α­λη­θεί­ας, κά­τι που ό­μως απ’ αιώνων ζού­σαν βαθιά μέ­σα τους οι γε­ωρ­γοί των Κά­τω Με­ρών και οι μαρ­μα­ρο­κό­ποι της Ε­ξω­με­ριάς. Το «ε­νός γαρ έ­στι χρεί­α…»!
Αυ­τό ζού­σε κα­θη­με­ρι­νά και ο α­εί­μνη­στος Φώ­σκο­λος. «Σκεύ­ος ε­κλο­γής» ο ί­διος ζού­σε και δί­δα­σκε την ύ­παρ­ξη ως έρ­γο τέ­χνης. Μό­νο αυ­τή η στά­ση, η δη­μιουρ­γί­α μέ­σα στο χώ­ρο του ω­ραί­ου, νο­η­μα­το­δο­τεί την ε­πί­γεια πε­ρι­πλά­νη­ση του αν­θρώπου. Αυ­τό, λοι­πόν, ή­ταν το μυ­στι­κό του, η κλήση του, η ευ­λο­γί­α του, αυ­τό που ε­μπρά­κτως με­τέ­δι­δε στον πε­ρί­γυ­ρό του. Εί­ναι η ε­κλε­κτή συ­γκί­νη­ση, η σπά­νια ευαι­σθη­σί­α που ο­δη­γεί στην αι­σθη­τι­κή καλ­λιέρ­γεια και ε­κεί­νη με τη σει­ρά της στην ευ­γέ­νεια της ύ­παρ­ξης, στο ά­νω θρώ­σκειν. Ο Φώ­σκο­λος α­πέ­πνε­ε τη ξε­χω­ρι­στή ε­κεί­νη αν­θρώ­πι­νη έκ­φαν­ση που δεν ε­γκλω­βί­ζε­ται στο «Έ­χειν», αλ­λά ε­στιά­ζει την πο­ρεί­α της στο «Εί­ναι». Αυτή α­κρι­βώς ή­ταν η πε­ριου­σί­α, η πα­ρα­κα­τα­θή­κη μου μας ά­φη­σε φεύ­γο­ντας. Και εμείς α­πό­ψε, γυρ­νώ­ντας στο πα­ρελ­θόν, στις μέ­ρες που ζή­σα­με μα­ζί του, δεν κάνου­με μια α­πλή συ­γκι­νη­τι­κή ανα­δρο­μή στο χτες, αλ­λά μια α­να­βά­πτι­ση σε α­ξί­ες που ο κο­νιορ­τός του α­γώ­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας κρύ­βει ε­πι­με­λώς. Αυ­τό είναι —έ­τσι του­λά­χι­στον το βλέ­πω ε­γώ— το νό­η­μα της α­πο­ψι­νής βρα­διάς.
Η μνή­μη του Φώ­σκο­λου βα­ραί­νει ε­πά­νω μου. Πριν 14 χρό­νια, σε μια πο­λύ ό­μορ­φη εκδή­λω­ση, κλή­θη­κα να κα­τα­θέ­σω τη μαρ­τυ­ρί­α μου για τα δέ­κα του Χο­ρευ­τι­κού – Λα­ο­γρα­φι­κού Πο­λι­τι­στι­κού Ο­μί­λου Τή­νου, του ΧΟ­ΡΕ.Λ.Π.Ο.Τ.  Έ­νιω­σα τό­τε την α­νά­γκη μιας γε­νι­κής α­να­φο­ράς στο λα­ϊ­κό πο­λι­τι­σμό του τό­που μας, κυ­ρί­ως στη μου­σι­κή και ορ­χι­κή του έκ­φρα­ση, πριν μι­λή­σω για το έρ­γο του Γιάν­νη Φώσκο­λου και των συ­νερ­γα­τών του. Προ­σπα­θώ­ντας να ο­ριο­θε­τή­σω το χώρο αναφοράς βρέ­θηκα μπρος σε έ­ναν τε­ρά­στιο πλού­το, σε έ­να παρ­θέ­νο το­πί­ο κι ας έ­χουν γρα­φεί αρ­κε­τά για το θέ­μα αυ­τό. Κι αυ­τό κα­θι­στού­σε τον α­γώ­να που α­νέ­λα­βαν ε­κεί­νοι οι άν­θρω­ποι ό­ντως σι­σύ­φειο. Ο τί­τλος του φο­ρέ­α που συ­γκρό­τη­σαν και οι στό­χοι που έ­θε­σαν στο κα­τα­στα­τι­κούς του ε­ξαι­ρέ­τως ευ­ρείς. Κά­θε α­πό­πει­ρα σφαι­ρι­κής θε­ώ­ρη­σης του α­ντι­κει­μέ­νου προ­κα­λού­σε —και ε­ξα­κο­λου­θεί να προ­κα­λεί— ίλιγ­γο στον υ­πο­ψια­σμέ­νο πα­ρα­τη­ρη­τή. Ό­μως προ­χώ­ρη­σαν με σο­φί­α, κι­νού­με­νοι σε δύ­ο ε­πί­πε­δο. Σε ε­κεί­νο της ά­με­σης α­πή­χη­σης με τις συ­νε­χείς πα­ρου­σί­ες της χο­ρευ­τι­κής ο­μά­δας και σε ε­κεί­νο της υ­πο­δο­μής. Στη δεύ­τε­ρη περίπτωση, το έρ­γο, παρ’ ό­λο που δεν εί­ναι εκ πρώ­της ό­ψε­ως ο­ρα­τό, εί­ναι ε­ντού­τοις σπου­δαιό­τα­το. Και αυ­τό για­τί η βα­θιά γνώ­ση που προ­ήλ­θε α­πό την ε­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νη έ­ρευ­να ε­πέ­τρε­ψε έ­να σπά­νιο συν­δυα­σμό της α­πο­λύ­τως τεκ­μη­ριω­μέ­νης δρά­σης πο­λιτι­σμού με την ά­ψο­γη και ε­ξό­χως ε­ντυ­πω­σια­κή ε­ξω­τε­ρι­κή εμ­φά­νι­ση. Για παράδειγμα οι στολές του χορευτικού δε σχεδιάστηκαν αυθαίρετα όπως γίνεται τις περισσότερες φορές, με μια λαϊκότροπη προχειρότητα. Αντίθετα, προηγήθηκε σοβαρή έρευνα, σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες του Μουσείου Μπενάκη και το αποτέλεσμα, πέρα για πέρα αυθεντικό, συν­δυ­άστηκε με εξαίρετη εκτέλεση και έδωσε στην ορχική έκφραση μια διάσταση πραγματικού έργου τέχνης.
Η προ­σπά­θεια δεν ξε­κίνη­σε με την ί­δρυ­ση του ΧΟ­ΡΕ.Λ.Π.Ο.Τ. Εί­χε αρ­χί­σει με άλ­λο, κά­πως α­νε­λα­στι­κό σχή­μα, το ο­ποί­ο δεν μπο­ρού­σε να υ­πο­στη­ρί­ξει τα ό­νει­ρα και τις φι­λο­δο­ξί­ες της ο­μά­δας που ενέπνεε ο Φώ­σκολος. Το 1988, ό­ταν ι­δρύ­θη­κε ο νέ­ος φο­ρέ­ας, η προ­σπά­θεια εί­χε ή­δη κα­τα­ξιω­θεί στα μά­τια και τις συ­νει­δή­σεις των Τη­νια­κών και ό­χι μό­νον. Έ­τσι ο ΧΟ­ΡΕ.Λ.Π.Ο.Τ. δημιούρ­γη­σε το νέ­ο ευέ­λι­κτο πλαί­σιο, ώ­στε οι στό­χοι που εί­χαν τε­θεί να υ­λοποι­η­θούν α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά, αλ­λά και με την ε­πι­βαλ­λό­με­νη α­ξιο­πι­στί­α. Θα ή­θελα να το­νί­σω τον ό­ρο α­ξιο­πι­στί­α, για­τί α­τυ­χώς πά­ρα πολ­λές προ­σπά­θειες που εμ­φα­νί­ζο­νται γύ­ρω μας κά­θε άλ­λο πα­ρά αυ­θε­ντι­κές εί­ναι. Α­πο­τε­λούν, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, μια σύ­γκρα­ση ε­τε­ρό­κλη­των πο­λι­τι­στι­κών στοι­χεί­ων.

Εί­ναι α­τύ­χη­μα, πλην ό­μως α­πο­τε­λεί θλι­βε­ρή δια­πί­στω­ση, ότι η προ­σπά­θεια έ­ρευ­νας και τεκ­μη­ρί­ω­σης που άρ­χι­σε τό­τε, δε βρή­κε α­νά­λο­γη συ­νέ­χεια. Οι δρά­σεις πλέον εί­ναι ε­πι­δερ­μι­κές και ε­πι­πό­λαιες, ε­νώ ο σε­βα­σμός στη λα­ϊ­κή μας πα­ρά­δο­ση α­παι­τεί έ­ρευ­να και παρου­σί­α­ση με θρη­σκευ­τι­κή ευ­λά­βεια, με φό­βο θε­ού, για­τί αλ­λιώς δεν εκ­προ­σω­πούν το πο­λι­τι­στι­κό μας πα­ρελ­θόν, τη λα­ϊ­κή ψυ­χή, αλ­λά πλα­στο­γρα­φούν την ταυτό­τη­τά μας. Αντίθετα, η προ­σπά­θεια του Φώ­σκο­λου κα­τευ­θυ­νό­ταν σε μια βα­θιά αυ­το­γνωσί­α, ε­κεί­νη δη­λα­δή που ε­πι­τρέ­πει την ι­χνη­λά­τη­ση του χτες, τη συ­νει­δη­το­ποίη­ση των συντεταγμένων του σή­με­ρα και το σχε­δια­σμό του αύ­ριο με­τά λό­γου γνώ­σε­ως. Αλ­λιώς η παρά­δο­ση με­τα­τρέ­πε­ται σε φολ­κλόρ.
Ο Γιάν­νης Φώ­σκο­λος, η οι­κο­γέ­νειά του και οι συ­νερ­γά­τες του δεν υ­πη­ρέ­τη­σαν, αλ­λά δια­κό­νη­σαν τη λα­ϊ­κή μας πα­ρά­δο­ση. Χρη­σι­μο­ποιώ το ρή­μα δια­κο­νώ για να το­νί­σω την ιε­ρό­τη­τα του έρ­γου τους. Οι άν­θρω­ποι αυ­τοί δε στό­χευαν στον εύ­κο­λο ε­ντυ­πω­σια­σμό, αλ­λά στο να πα­ρου­σιά­σουν τη λα­ϊ­κή ψυ­χή στην πλέ­ον εσω­τε­ρι­κή, αυ­θε­ντι­κή της έκ­φρα­ση. Έ­να τσα­λί­μι του ση­με­ρι­νού μπρο­στά­ρη του χο­ρού, πι­θα­νόν ε­ντυ­πω­σιά­ζει. Ου­σια­στι­κά, ό­μως, δεν προ­σφέ­ρει τί­πο­τα, εν­δεχο­μέ­νως να ζη­μιώ­νει, ό­ταν δεν ε­ντάσ­σε­ται στο πλαί­σιο της αυ­θε­ντι­κής έκ­φρα­σης. Αυ­τό που μας λεί­πει σή­με­ρα δεν εί­ναι η χο­ρευ­τι­κή ο­μά­δα, αλ­λά το σπά­νιο πνεύ­μα, η ε­κλε­κτή συ­γκί­νη­ση που χα­ρα­κτή­ρι­ζε τη δου­λειά του Φώ­σκο­λου. Δεν έ­χου­με α­νά­γκη α­πό λα­ο­γρα­φι­κά events, αλ­λά από μια κοι­νω­νί­α με τον πυ­ρή­να της ψυ­χής του λα­ού μας, ό­πως αυ­τή δια­μορ­φώ­θηκε και ε­ξε­λί­χτη­κε στους αιώ­νες. Στις μέ­ρες μας μά­λι­στα που η πο­λι­τι­στι­κή ι­διαι­τε­ρό­τη­τα έ­χει γί­νει ε­πι­σή­μως πλέον, με διε­θνείς συμ­βά­σεις, αι­τού­με­νο, το έρ­γο του ΧΟ­ΡΕ.Λ.Π.Ο.Τ. α­πο­κτά άλ­λη διά­στα­ση. Τα πε­πραγ­μέ­να του δεν α­πο­τε­λούν τεκ­μή­ριο μιας ε­πο­χής, αλ­λά μνη­μεί­ο που α­παι­τεί πο­λυ­διά­στα­τη προ­σέγ­γιση.
Δε θα ή­θε­λα να α­να­φερ­θώ σε πο­σο­τι­κά στοι­χεί­α, σε στα­τι­στι­κές δια­πι­στώ­σεις. Το γε­γο­νός ό­τι στα δέ­κα πρώ­τα χρό­νια λει­τουρ­γί­ας του Ο­μί­λου α­ντι­στοιχού­σαν δυο εκ­δη­λώ­σεις —εκ­δη­λώ­σεις ποιό­τη­τας— το μή­να ομιλεί εύγλωττα για το έργο. Και αυ­τό αρ­κεί, αν λη­φθεί υ­πό­ψη ό­τι ε­κεί­νοι που στε­λέ­χω­ναν την προ­σπά­θεια ή­σαν άν­θρω­ποι του κα­θη­με­ρι­νού μό­χθου είναι αψευδής του έργου που θα παράχθηκε. Ο Ό­μι­λος εκ­προ­σώ­πη­σε με ε­πι­τυ­χί­α την Ελ­λά­δα σε διε­θνείς συ­να­ντή­σεις, την Τή­νο κατ’ ε­πα­νά­λη­ψη, στή­ρι­ξε τη λει­τουρ­γί­α των τουρι­στι­κών πε­ρι­πτέ­ρων του νη­σιού σε διά­φο­ρες διορ­γα­νώ­σεις, ε­ξα­σφά­λι­σε ψυχα­γω­γί­α σε γη­ρο­κο­μεί­α και άλ­λα ευα­γή ι­δρύ­μα­τα. Και ό­λα αυ­τά χω­ρίς να ει­σπρά­ξει πο­τέ ει­σι­τή­ριο. Ι­διω­τι­κές χο­ρη­γί­ες και ε­νι­σχύ­σεις α­πό φο­ρείς της πο­λι­τεί­ας έρ­χο­νταν να ε­πι­βε­βαιώ­σουν τη γε­νι­κό­τε­ρη ε­κτί­μη­ση στην προ­σπάθεια.
Ό­λα αυ­τά, ε­πα­να­λαμ­βά­νω, εί­ναι ε­ξό­χως ση­μα­ντι­κά, πλην ό­μως έ­χουν πο­σο­τι­κή διά­στα­ση. Ε­κεί­νο που δια­φο­ρο­ποιού­σε τον Ό­μι­λο ή­ταν η σπά­νια ευαι­σθη­σί­α, η ε­πι­μο­νή στην ποιό­τη­τα και, κυ­ρί­ως, το ό­ρα­μα. Αυ­τό που α­τυ­χώς λεί­πει στις μέ­ρες μας. Ποιος μπο­ρεί να ξε­χά­σει ε­κεί­νη την α­νε­πα­νά­λη­πτη εκ­δή­λω­ση που ορ­γά­νω­σε στην Ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή Έ­νω­ση.
Ο Φώ­σκο­λος λο­γο­δό­τη­σε στην Ι­στο­ρί­α, α­φού έ­γρα­ψε ο ίδιος Ι­στο­ρί­α. Ο ΧΟ­ΡΕ.Λ.Π.Ο.Τ. ανή­κε στο χτες. Ό­μως τί­πο­τα δεν ξε­χά­στη­κε. Το έρ­γο που πα­ρή­γα­γαν στέ­κε­ται εμπρός μας, πρό­τυ­πο, ο­δη­γός για το αύ­ριο. Για­τί ό­πως εί­πα­με στην αρ­χή η κρί­ση που διέρ­χε­ται ο τό­πος εί­ναι ε­ξό­χως αι­σθη­τι­κή. Τα οι­κο­νο­μι­κά μας —να είστε βέ­βαιοι, το δι­δά­σκει η ι­στο­ρί­α— θα βελ­τιω­θούν. Ε­κεί­νο που έ­χου­με α­νά­γκη, σή­με­ρα και αύ­ριο, εί­ναι οι άν­θρω­ποι που θα δια­κο­νούν το κοι­νό κα­λό. Ε­κείνοι που θα ο­νει­ρεύ­ο­νται και θα δου­λεύ­ουν για να πά­ρουν τα ό­νει­ρα εκ­δί­κη­ση.
Α­νή­κω στη γε­νιά που φεύ­γει. Η γε­νιά μου, χω­ρίς αμ­φι­βο­λί­α, έ­δω­σε αρκετά. Αλ­λά πα­ρέ­λει­ψε κά­τι. Δεν προ­ε­τοί­μα­σε ε­παρ­κώς τη δια­δο­χή της. Α­πό­ψε το Λύ­κειο Ελλη­νί­δων της κυ­κλα­δι­κής πρω­τεύ­ου­σας α­πο­δί­δει φό­ρο τι­μής στο έρ­γο που πρό­σφε­ρε ο Χο­ρευ­τι­κός – Λα­ο­γρα­φι­κός Πο­λι­τι­στι­κός Ό­μι­λος Τή­νου και το ευχα­ρι­στού­με ε­γκαρ­δί­ως. Ευελ­πι­στού­με πως η α­πό­δο­ση τι­μής στα έρ­γα του χτες εί­ναι το πρώ­το, α­να­γκαί­ο βή­μα για να συ­νε­χί­σου­με τη δημιουργική πο­ρεί­α που άρχισε ο Φώσκολος.
Σας ευ­χα­ρι­στώ.

                                                                               Τήνος, 6 Ιουλίου 2013

                                                                              Κώστας Δανούσης   
                      
                                                                            Διαβάστε ακόμη : Επιτυχής η εκδήλωση, αφιέρωμα στον Γιάννη Φώσκολο στα Λουτρά Τήνου.

ΧΟΡΕ.Λ.Π.Ο.Τ. 1988 - 1998: ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ «ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ» ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΜΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ!! Σας παρακαλούμε πατήστε LIKE - "Μου αρέσει"!!

 
Top