Της Ελευθερίας Αρλαπάνου και του Κώστα Τσαχάκη
Το 2013 αποτελεί το έκτο έτος ύφεσης για την Ελλάδα που βιώνει μια μακροχρόνια και σκληρή ύφεση που είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμιστεί το 25% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος ή περίπου 50 δισ. ευρώ. Η κατάρρευση του ελληνικού ΑΕΠ ήταν μια εξέλιξη η οποία υποεκτιμήθηκε από την τρόικα,
που ανέμενε ανάκαμψη της οικονομίας το 2012(!) συμπαρασύροντας όλα τα μεγέθη της οικονομίας και κυρίως το ελληνικό χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Στην «καρδιά» της μεγάλης ύφεσης, βρέθηκε η δραματική πτώση της εγχώριας κατανάλωσης, υπό το βάρος της ανεργίας, των περικοπών σε μισθούς - συντάξεις - επιδόματα και των απανωτών αυξήσεων στη φορολογία εισοδημάτων και ακίνητης περιουσίας, της απουσίας ρευστότητας και επενδύσεων. Σήμερα, κυβέρνηση και τρόικα ευελπιστούν πως το 2014 θα είναι έτος ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία με οριακή ανάπτυξη 0,6%, ενώ για φέτος προβλέπουν περιορισμό της ύφεσης στα επίπεδα του 4%. Η κυβέρνηση αισιοδοξεί πως θα περιοριστεί ακόμη περισσότερο στο 3,8%.
Οι αβεβαιότητες
Ωστόσο, ειδικά όσον αφορά στις προβλέψεις για το 2014, οι αβεβαιότητες παραμένουν ισχυρές καθώς θα πρέπει να ικανοποιηθεί σειρά συνθηκών.
Ωστόσο, ειδικά όσον αφορά στις προβλέψεις για το 2014, οι αβεβαιότητες παραμένουν ισχυρές καθώς θα πρέπει να ικανοποιηθεί σειρά συνθηκών.
Με κυρίαρχες τη διατήρηση κλίματος πολιτικής σταθερότητας, τη σταδιακή αποκατάσταση ρευστότητας στην οικονομία και την αναζωπύρωση των επενδύσεων, με δεδομένο ότι η ανάκαμψη της εγχώριας κατανάλωσης αναμένεται να γίνει με εξαιρετικά βραδύ ρυθμό. Είναι ενδεικτικές οι πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που υπολογίζει πως για να μπορέσει να επιστρέψει η οικονομία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης θα πρέπει οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να ανέλθουν στα επίπεδα του 16%-18% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 29-33 δισ. ευρώ από τα επίπεδα των περίπου 20 δισ. ευρώ που έχουν κατρακυλήσει σήμερα. Δηλαδή απαιτούνται επενδύσεις αξίας περίπου 10-12 δισ. ευρώ για να μπορέσει να στηριχθεί μια βιώσιμη ανάπτυξη.
Ασθενής η καταθετική βάση
Μάλιστα, η ΤτΕ παραδέχεται ότι η πορεία αποκατάστασης των τραπεζικών πιστώσεων θα είναι βραδεία, με δεδομένο ότι η καταθετική βάση παραμένει ασθενής, καλώντας τις επιχειρήσεις να στραφούν σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και την κυβέρνηση να θεσπίσει νέους, πιο ευνοϊκούς κανόνες για τη δημιουργία, εναλλακτικής, εγχώριας αγοράς εταιρικών ομολόγων, ώστε να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση, ειδικά μικρών επιχειρήσεων.
Μάλιστα, η ΤτΕ παραδέχεται ότι η πορεία αποκατάστασης των τραπεζικών πιστώσεων θα είναι βραδεία, με δεδομένο ότι η καταθετική βάση παραμένει ασθενής, καλώντας τις επιχειρήσεις να στραφούν σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και την κυβέρνηση να θεσπίσει νέους, πιο ευνοϊκούς κανόνες για τη δημιουργία, εναλλακτικής, εγχώριας αγοράς εταιρικών ομολόγων, ώστε να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση, ειδικά μικρών επιχειρήσεων.
Το 2014 βρίσκει την ελληνική οικονομία ίσως στην πιο κρίσιμη καμπή των τελευταίων ετών. Μετά από έξι χρόνια ύφεσης, δύο ήπιες αναδιαρθρώσεις χρέους, μία πρωτοφανούς εύρους και έντασης τετραετή δημοσιονομική προσαρμογή και πολυετή αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τρία μεγάλα στοιχήματα: Ανάκαμψη, επίτευξη συμφωνίας για μια νέα απομείωση του χρέους την άνοιξη με όχημα τα πρωτογενή πλεονάσματα και επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές για δανεισμό ώστε να ξεκινήσει σταδιακά η απεξάρτηση από τα Μνημόνια.
Στην κρίσιμη αυτή μάχη, η ελληνική οικονομία εισέρχεται εξασθενημένη από την εκρηκτική ανεργία, τη δραστική μείωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων υπό το βάρος των περικοπών σε μισθούς, συντάξεις, επιδόματα και τις απανωτές αυξήσεις της φορολογίας, και μια αποσαρθρωμένη παραγωγική βάση. Περιβάλλον που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους με κυρίαρχο το ενδεχόμενο ακραίας πολιτικής πόλωσης ενόψει της διπλής εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου για ευρωεκλογές και δημοτικές εκλογές, σε μία φάση που απαιτείται πολιτική σταθερότητα, κεντρικό ζητούμενο για τους ξένους οίκους και τους επενδυτές, στους οποίους σχεδιάζει να απευθυνθεί η κυβέρνηση στο δεύτερο εξάμηνο του έτους για δανεισμό.
Παράλληλα όμως για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες η χώρα περνά στην εποχή της παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων και σε σταδιακό μηδενισμό των δίδυμων ελλειμμάτων, παράγοντες που, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο της ανάκαμψης.
Σε κάθε περίπτωση από εδώ και στο εξής, η κυβέρνηση καλείται να ακολουθήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, ώστε να επιτύχει διαρκώς αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, απαραίτητη προϋπόθεση για την απομείωση του χρέους, επικεντρώνοντας, στον περιορισμό του Δημοσίου και την αύξηση των εσόδων από τη φοροδιαφυγή. Με δεδομένο ότι, πλέον, δεν υπάρχουν περιθώρια για νέες περικοπές μισθών και συντάξεων ή/και αυξήσεις φόρων, εφόσον το ζητούμενο είναι η έξοδος της οικονομίας από την ύφεση. Παράλληλα θα πρέπει να δημιουργηθεί το κατάλληλο υπόβαθρο για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων απασχόλησης, με επίσπευση των αποκρατικοποιήσεων αλλά και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Κυρίως όμως απαιτείται η συγκρότηση ενός νέου αναπτυξιακού, πολυετούς, μοντέλου, που θα διασφαλίσει υψηλή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, σε ανταγωνιστικούς κλάδους, αποτρέποντας το μεγάλο κίνδυνο για τον οποίο προειδοποιούν ήδη αναλυτές και τεχνοκράτες: Μία παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας με αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις σε τρία μεγάλα «μέτωπα»: Τη δύσκολη προσπάθεια ελέγχου του δημοσίου χρέους, το πολιτικό σκηνικό, και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Πλεονασματικό το ισοζύγιο πληρωμών
Πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ φέτος και 2% του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας αναμένει η Τράπεζα της Ελλάδος στις τελευταίες της εκτιμήσεις, προβλέποντας πλεόνασμα για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Ο περιορισμός των τεράστιων ελλειμμάτων που καταγράφονταν στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τα τελευταία χρόνια και η μετάβαση σε πλεονάσματα πυροδοτήθηκε από τη μεγάλη μείωση του εμπορικού ελλείμματος, την άνοδο του τουρισμού αλλά και τη μείωση των δαπανών για πληρωμή τόκων μετά τις ευνοϊκές ρυθμίσεις για το χρέος, το 2012. Ειδικά στο «μέτωπο» του εμπορικού ελλείμματος η μείωση προήλθε από τη μεγάλη πτώση των εισαγωγών, τόσο για καύσιμα αλλά και για άλλα προϊόντα και από την άνοδο των ελληνικών εξαγωγών.
Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο θα επαληθευθούν οι προβλέψεις για πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ και 2% του ΑΕΠ φέτος και το 2014, αντιστοίχως, εξαρτάται σύμφωνα με την ΤτΕ από την έκταση στην οποία θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά συγκυριακά προβλήματα, όπως η αδυναμία της πρόσβασης εξαγωγικών επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση και η προσέλκυση τουριστών από «νέες» αγορές όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, από τις οποίες έρχεται ακόμη στη χώρα μικρός αριθμός επισκεπτών. Πρέπει πάντως να σημειωθεί πως η ΤτΕ έχει προειδοποιήσει κατ' επανάληψιν πως η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθεί κυρίως από την έκταση της υποκατάστασης των εισαγόμενων, από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα αλλά και από το κατά πόσο είναι διατηρήσιμη η άνοδος των εξαγωγών. Αυτό εξαρτάται από το εάν και πότε θα αντιμετωπιστούν χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως η έλλειψη εθνικής στρατηγικής για την προώθηση προϊόντων ετικέτας και το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών. Παράλληλα, θα πρέπει να προωθηθεί η μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, στη βάση μιας εθνικής στρατηγικής που θα στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στην προσέλκυση επενδύσεων, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια.
Στροφή στα εταιρικά ομόλογα
Η ΤτΕ παραδέχεται ότι η πορεία αποκατάστασης των τραπεζικών πιστώσεων θα είναι βραδεία, καλώντας τις επιχειρήσεις να στραφούν σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και την κυβέρνηση να θεσπίσει νέους, πιο ευνοϊκούς κανόνες για τη δημιουργία, εναλλακτικής, εγχώριας αγοράς εταιρικών ομολόγων, ώστε να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση, ειδικά μικρών επιχειρήσεων.
0 Comments :
Δημοσίευση σχολίου