νεα κρητη totalfitness news



Εισαγωγικά ιστορικά στοιχεία

Η Καθολική Εκκλησία της Τήνου στη λατινική της παράδοση έχει συμπληρώσει αισίως και με τη χάρη του Θεού, βέβαια, οκτώ αιώνες ζωής και διανύει ήδη την πρώτη δεκαετία του ένατου αιώνα της ιστορίας της... Το γεγονός δεν πέρασε τελείως απαρατήρητο, αλλά και δεν έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης και προσοχής, πιθανόν για λόγους σκοπιμότητας ή άγνοιας. Όσο και αν οι λόγοι μπορούν να γίνουν κατανοητοί, η ιστορική αλήθεια δεν πρέπει να αποσιωπάται τελείως, επειδή η άγνοια και μάλιστα η ηθελημένη είναι αρνητικό φαινόμενο, σαν μια αναγκαστική και βίαιη σιωπή. Αντίθετα, η σωστή μνεία και αναφορά στα ιστορικά γεγονότα υπηρετούν την αλήθεια και «η αλήθεια καθιστά ελεύθερους» λέει ο Χριστός.

Η Καθολική Εκκλησία, στη λατινική της μορφή και παράδοση, βρίσκεται στην Τήνο (και όχι μόνο) από την πρώτη ή τη δεύτερη δεκαετία του 13ου αιώνα. Κάποια χρόνια αργότερα, κυρίως Βενετσιάνοι στην καταγωγή, ευγενείς και τυχοδιώκτες, κατέκτησαν ειρηνικά καθόσον λέγεται και μπορούμε να γνωρίσουμε κάποια νησιά του Αιγαίου και ανάμεσά τους και την Τήνο, ιδρύοντας μικρά πριγκιπάτα. Η ιστορία είναι γνωστή και μπορεί να τη γνωρίσει όποιος επιθυμεί από αρκετά βιβλία που αντικειμενικά εξιστορούν τα γεγονότα της εποχής, χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις. Εδώ δεν είναι ο θέση να τα επαναλάβουμε, αφού άλλο είναι το αντικείμενο της μελέτης μας.

Για περισσότερη αίγλη και για αίσθηση πολιτικής σταθερότητας ζήτησαν και απέκτησαν και εκκλησιαστική αναγνώριση, με την ίδρυση λατινικών επισκοπών, εκεί όπου πρωτύτερα βρίσκονταν βυζαντινές. Σε κάποια μέρη η αλλαγή αυτή περιορίστηκε μόνο στο διορισμό ενός επισκόπου και μόλις τέλειωσε η κατάκτηση ολοκληρώθηκε και η ζωή της παράξενης επισκοπής που είχε ποιμένα, αλλά όχι ποίμνιο.

Εκεί όπου η λατινική παρουσία, για τοπικούς και ιστορικούς λόγους, διατηρήθηκε περισσότερο, κάποιες επισκοπές διατηρήθηκαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αλλά απομονωμένες από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν. Η ταυτότητά τους παρέμεινε ξένη, ως συνειδητή επιλογή του κλήρου και του μικρού ποιμνίου που τις συνέθετε. Συνήθως οι κοινότητες αυτές, όταν χρειάστηκε να προσαρμοστούν στις νέες καταστάσεις που προέκυπταν από τις ιστορικές εξελίξεις, αντέδρασαν αρνητικά με αποτέλεσμα είτε να συρρικνωθούν, είτε να εξαφανιστούν oλοσχερώς. Αυτή ήταν η τύχη των περισσότερων καθολικών επισκοπών στον ελληνικό χώρο, νησιώτικο και ηπειρωτικό, που ιδρύθηκαν μετά το 1204.

Αλλού, όμως, όπου ένα μικρό ή μεγάλο μέρος του ντόπιου πληθυσμού προσήλθε οικειοθελώς και με συγκεκριμένα κριτήρια στην Καθολική Εκκλησία, σχηματίστηκε ένα ποίμνιο και διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε η τοπική εκείνη Εκκλησία, να έχει συνέχεια. Πρώτο αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής ήταν να προκύψει από τα σπλάχνα αυτής της τοπικής Εκκλησίας ένας ιθαγενής κλήρος. Σ’ αυτή την προσπάθεια ήρθαν αρωγοί από τη Δύση μοναχοί και κληρικοί, οι οποίοι στους τόπους τους αφθονούσαν, προκειμένου να βοηθήσουν τη στελέχωση και την οργάνωση αυτών των τοπικών Εκκλησιών. Οι Εκκλησίες αυτές στελεχώθηκαν στη συνέχεια αποκλειστικά από ντόπιο κλήρο και επισκόπους, και απέκτησαν μια ιδιαίτερη ταυτότητα που διατηρούν, σε μεγάλο βαθμό, μέχρι σήμερα. Είναι, ακριβώς, η περίπτωση που μελετούμε.

Την Καθολική Εκκλησία της Τήνου την αποτελούσε ένα αρκετά ομοιογενές πλήρωμα, τόσο ως προς την καταγωγή, όσο και ως προς τα ιστορικά βιώματα. Ο πληθυσμός, πράγματι, είχε κοινή καταγωγή και κοινά έθιμα και παραδόσεις, που διατηρήθηκαν στις επί μέρους ομαδοποιήσεις ή διαιρέσεις (περιφέρειες και ενορίες). Όποιες προσελεύσεις ή αποσκιρτήσεις ακολούθησαν, δεν αλλοίωσαν ούτε στο ελάχιστο τη φυσιογνωμία και την ταυτότητά αυτής της Εκκλησίας που ήταν στενά συνδεδεμένη με τον τόπο. Ήταν, με λίγα λόγια, γηγενής. Όσο, μάλιστα, περνούσε ο καιρός, και παρά τις ιστορικές δυσκολίες και περιπέτειες που ζούσε ο τόπος, η Εκκλησία της Τήνου απέκτησε σιγά σιγά συνείδηση της ταυτότητάς της (ως Καθολική) και μετά την απαραίτητη «εφηβεία» της, ανδρώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανταπεξέρχεται σε εξωτερικές επιθέσεις και εσωτερικές δυσλειτουργίες.

Αυτά τα βασικά στοιχεία ταυτότητας (καταγωγή, βιώματα και αυτοσυνειδησία) όχι μόνο της έδωσαν μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία που την ξεχώριζε ακόμα και από τις άλλες Καθολικές κοινότητες και Εκκλησίες των γειτονικών νησιών, αλλά της επέτρεψαν να αποκτήσει και μια δική της Παράδοση και δικές της παραδόσεις σ’ εκείνον τον τομέα που κατεξοχήν πρέπει να χαρακτηρίζει μια Εκκλησία: την εξωτερική έκφραση της εσωτερικής της πίστης, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε Λατρευτική Παράδοση.

Η Λατρεία μιας Εκκλησίας απευθύνεται τόσο προς τον Θεό, όσο και προς τα μεμονωμένα μέλη της κοινότητας που την ασκεί. Μια Εκκλησία αποδίδει τη λατρεία της προς τον Θεό και από Εκείνον λαβαίνει ως απάντηση τις ευλογίες του, για να το πούμε συνοπτικά και με δυο λέξεις. Αυτή η αμφίδρομη σχέση Εκκλησίας και Θεού πηγάζει από την αόρατη πίστη και εκφράζεται μέσα στην ιστορία, δηλ. σε ένα τόπο και σε μια εποχή, και φέρνει τη σφραγίδα της ιστορικής διαδρομής που διάνυσε η Εκκλησία για να φτάσει στο σημείο να εκδηλώνει την πίστη της και με υλικό τρόπο. Αυτό θα κάνουμε σ’ αυτή τη σειρά άρθρων που θα ακολουθήσουν. Θα δούμε τις ποικίλες εκφράσεις της πίστης αυτής της Εκκλησίας, που είναι και Καθολική και τηνιακή.

Όταν δικαζόταν ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής (580-562 μ.X.), ο δικαστής εκπρόσωπος του βυζαντινού αυτοκράτορα τον ρώτησε: «Γιατί αγαπάς τους Ρωμαίους και μισείς τους Γραικούς;». Και ο άγιος του απάντησε: «Έχουμε εντολή από τον Χριστό να μη μισούμε κανένα. Αγαπώ τους Ρωμαίους επειδή με ενώνει η πίστη μαζί τους. Αγαπώ και τους Γραικούς επειδή με ενώνει η γλώσσα μαζί τους». Αυτό θα μπορούσε να πει και ένας τηνιακός καθολικός για τη λατρευτική παράδοση της Εκκλησίας του!

(Συνεχίζεται -1)

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ!! Σας παρακαλούμε πατήστε LIKE - "Μου αρέσει"!!

 
Top