της Δρ Ευτυχίας Κ. Νικολακοπούλου
Δρ Ελληνικής και Γαλλικής Φιλολογίας Του Πανεπιστημίου Αθηνών
Σχολικής Συμβούλου Γαλλικής Ν.Αιγαίου
Επιστημονικής συνεργάτου του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Ο Joseph Pitton de Tournefort, ονομαστός Γάλλος βοτανολόγος και μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών, ιδρυτής του συστήματος κατάταξης των φυτών με βάση το σχήμα της στεφάνης των ανθέων τους, γεννήθηκε στην Aix-en-Provence το 1656 και πέθανε στο Παρίσι το 1708. Το 1700, ανέλαβε με εντολή του Λουδοβίκου ΙΔ[1], επίσημη ερευνητική αποστολή στην Ανατολή. Καρπός αυτής της αποστολής είναι η δίτομη έκδοση των επιστολών του, που
τιτλοφορείται[2] Tournefort, Relationd’un Voyage du Levant και που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1717. Ο πρώτος τόμος είναι αφιερωμένος στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, ενώ ο δεύτερος περιγράφει την Τουρκία ως τα βάθη της Ανατολής. Το έργο του Tournefort είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί εγκαινιάζει τη συστηματική επιστημονική έρευνα που βασίζεται στη μελέτη της ζωντανής ελληνικής πραγματικότητας. Στην αποστολή του συνοδεύτηκε από τον γερμανό γιατρό Αντρέας Γκούντελσαϊμερ και τον ζωγράφο Claude Audriet που σχεδίασε εκ του φυσικού[3] τις τοπικές ενδυμασίες, με τις εξαίρετες χαλκογραφίες που συνοδεύονταν από τις. πολιτικές, εθνολογικές και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις του εξερευνητή. Το βιβλίο βιβλίο-ντοκουμέντο καλύπτει μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο της Ελληνικής ιστορίας και προσφέρει στον απροετοίμαστο θεατή τη δυνατότητα της άμεσης οπτικής γνωριμίας, αλλά και συχνά μια εκτεταμένη ερμηνευτική προσέγγιση γύρω από τις συνήθειες εκείνης της εποχής[4]. Στην διαποτισμένη από την αναγεννησιακή φιλοπεριέργεια του συγγραφέα Joseph Pitton de Tournefort έκδοση εντοπίζεται ένα μικρό σύνολο από αξιόπιστες απεικονίσεις ελληνικών ενδυμασιών, οι οποίες τεκμηριώνονται από συνοδευτικά κείμενα που σχολιάζουν τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των Ελληνίδων.
τιτλοφορείται[2] Tournefort, Relationd’un Voyage du Levant και που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1717. Ο πρώτος τόμος είναι αφιερωμένος στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, ενώ ο δεύτερος περιγράφει την Τουρκία ως τα βάθη της Ανατολής. Το έργο του Tournefort είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί εγκαινιάζει τη συστηματική επιστημονική έρευνα που βασίζεται στη μελέτη της ζωντανής ελληνικής πραγματικότητας. Στην αποστολή του συνοδεύτηκε από τον γερμανό γιατρό Αντρέας Γκούντελσαϊμερ και τον ζωγράφο Claude Audriet που σχεδίασε εκ του φυσικού[3] τις τοπικές ενδυμασίες, με τις εξαίρετες χαλκογραφίες που συνοδεύονταν από τις. πολιτικές, εθνολογικές και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις του εξερευνητή. Το βιβλίο βιβλίο-ντοκουμέντο καλύπτει μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο της Ελληνικής ιστορίας και προσφέρει στον απροετοίμαστο θεατή τη δυνατότητα της άμεσης οπτικής γνωριμίας, αλλά και συχνά μια εκτεταμένη ερμηνευτική προσέγγιση γύρω από τις συνήθειες εκείνης της εποχής[4]. Στην διαποτισμένη από την αναγεννησιακή φιλοπεριέργεια του συγγραφέα Joseph Pitton de Tournefort έκδοση εντοπίζεται ένα μικρό σύνολο από αξιόπιστες απεικονίσεις ελληνικών ενδυμασιών, οι οποίες τεκμηριώνονται από συνοδευτικά κείμενα που σχολιάζουν τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των Ελληνίδων.
Στις 23 Απριλίου 1700 αναχώρησε από τη Μασσαλία για την Κρήτη. Από τα Χανιά αναχώρησε προς τις Κυκλάδες, με πρώτο σταθμό τη Μήλο. Από τη Μήλο ταξίδεψε στα περισσότερα Κυκλαδονήσια. Επισκέφθηκε την Κίμωλο, Σίφνο, Σέριφο, Αντίπαρο, Πάρο, Νάξο, Κουφονήσια, Κέρο, Σαντορίνη, Ανάφη, Αμοργό και Δήλο όπου κατέγραψε τα πάντα.
Το πρώτο νησί που επισκέφθηκε ο γάλλος περιηγητής μετά από την Κρήτη, ήταν η Μήλος όπου μεταξύ των άλλων χαρακτήρισε τις κατοίκους από το παρουσιαστικό τους.
Οι γυναίκες της Τήνου είχαν τις πιο όμορφες αναλογίες και τα πιο συμμετρικά χαρακτηριστικά προσώπου, ενώ την ομορφιά τους συμπλήρωνε η έξυπνη φυσιογνωμία τους. Το φιλήδονο ντύσιμό τους κάλυπτε τις χάρες τους, χωρίς όμως να
τις κρύβει παντελώς. Περιορίζονταν στην εσάρπα. Παρ' όλ' αυτά, οι πιο εύπορες φορούσαν μαχραμά που ήταν μια μακριά, φαρδιά και κόκκινη ή μοβ βελούδινη εσάρπα, συχνά ολοκέντητη, με την οποία τύλιγαν το κεφάλι τους!
Με το σαρίκωμα στερεωνόταν με διαφόρων αποχρώσεων μαντίλι, διπλωμένο σαν λωρίδα. Από επάνω καθώς περπατούσαν στο δρόμο, έριχναν και μια κίτρινη μπόλια!
Οι εύπορες φορούσαν κόκκινο μεταξωτό βελούδο, οι λιγότερο πλούσιες κίτρινο βαμβακερό βελούδο. Το στήθος το πίεζαν με ένα πολύ σκληρό τριγωνικό επιστήθιο, την πεκτορίνα. Τη φωτεινή φορεσιά συμπλήρωναν μια έσω βράκα, μια μακριά κροκί, λινή ή μεταξωτή φούστα, ένα φαρδομάνικο πουκάμισο από ποπλίνα, με μυτάκι στο στήθος και ψιλό κέντημα που ταίριαζε με το αντίστοιχο της μαντίλας και του τελειώματος των μανικιών, εμπριμέ γιλέκο, που έδενε με δυο κορδονάκια και κατέληγε ελεύθερο. Οι λευκές κάλτσες και οι ψηλοτάκουνες γόβες, με τις σόλες ήταν καρφωμένες με μικρές πρόκες αλλά δεν φαίνονταν εξαιτίας του μήκους της φούστας. Πιο σπάνια αναφέρεται μαντίλι για το λαιμό, και ζώνη με πόρπη ή σάλι δεμένο στη μέση. Οι Τήνιες φορούσαν και ένα εξίσου φαρδομάνικο πανωφόρι, ανοιχτό μπροστά (μόνο πλάτη), αναλόγως την εποχή και την οικονομική τους δυνατότητα. Το πανωφόρι ήταν σταμπωτό, γαλάζιο, με λαδοπράσινη μπορντούρα.! Η ενδυμασία της Ελληνίδας των Κυκλάδων άρεσε σπανιότατα στους ταξιδιώτες. Ο Joseph Pitton de Tournefort θεωρεί ότι οι γυναίκες της Siphanto (Σίφνου), που τύλιγαν προσεκτικά το κεφάλι τους με άσπρες μαντίλες, έτσι που μόνο το στόματα ρουθούνια και το ασπράδι των ματιών τους έμεναν ακάλυπτα, έμοιαζαν με "πλανόδιες μούμιες" και δεν ήταν διόλου πρόθυμες για γνωριμία με τους ξένους όπως οι γυναίκες της Κίμωλου και της Μήλου.
Αν και οι ιδιομορφίες της μόδας και οι τρόποι των κατοίκων της Ανατολής που δεν ταίριαζαν με τις Ευρωπαϊκές κρίνονταν αυστηρά, τα κοστούμια της Ανατολής προκαλούσαν τη δυτικήαισθητική με την εξωτική τους χλιδή και μεγαλοπρέπεια. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, το ένδυμα υποδήλωνε συχνά την εθνική ταυτότητα. Το χρώμα ορισμένων στοιχείων του κουστουμιού απεκάλυπτε την θρησκεία και την κοινωνική θέση του προσώπου. Και γενικότερα, όταν το ρούχο ήταν πλησίον της δυτικής μόδας, όπως εκείνο των γυναικών της Τήνου οι περιηγητές έκαναν καλοπροαίρετα σχόλια[5]. Η παρουσίαση του Ανατολίτη ήταν περισσότερο μια έκθεση των διαφορών και των κοινών σημείων με τον Δυτικό σε κάθε τι που είχε σχέση με τα φυσικά χαρακτηριστικά, τα ρούχα, τους τρόπους, τα ήθη, την κυβέρνηση, τη θρησκεία, τον στρατό παρά μια ακριβή αποτύπωση της πραγματικότητας. Η ενδυματική διαφορετικότητα διευκόλυνε την ταυτότητα του Ανατολίτη και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αντίληψή του από τους Δυτικούς, συμβάλλοντας έτσι στην μόδα συλλογών κουστουμιών. Το έργο του Tournefort είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη μετέπειτα εξέλιξη της μόδας επειδή η ενδυμασία των κατοίκων της Ανατολής παρότρυνε ενίοτε τους γάλλους να αναθεωρήσουν την μόδα του τόπου τους. Από τις αρχές του 18ου αιώνα, εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη γνωστοί Ευρωπαίοι ζωγράφοι, όπως ο Φλαμανδός Jean Baptiste Van Mour, ο Ελβετός Jean Etienne Liotard(1708-1789), και ο Γάλλος Αntoine de Favary (1706-1798), οι οποίοι συγκρότησαν τη «Σχολή των Ζωγράφων του Βοσπόρου». Ευνοούμενοι της ξένης παροικίας, οι δυτικοί καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν κατόπιν παραγγελίας πορτραίτα των συζύγων των ξένων διπλωματών, είτε των οικογενειών των Ελλήνων αρχόντων, αλλά επίσης αυλικών και αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης, καθώς και του ίδιου του Σουλτάνου και των ευνοουμένων του γυναικών. Στα πλαίσια της τρέχουσας μόδας των turqueries[6] και γενικότερα των μεταμφιέσεων που επικρατεί στην ευρωπαϊκή «υψηλή» κοινωνία, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι διπλωμάτες πόζαραν με ανατολίτικα ρούχα. Αυτό το δημοφιλές ενδυματολογικό ρεπερτόριο που εμπνεύστηκε από την Ανατολή, συμπαρέσυρε τις ενδυματολογικές «επινοήσεις» επώνυμων Ευρωπαίων ζωγράφων, όπως του Francois Boucher. Στη διάρκεια του 18"ου αιώνα, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ευνόησε την έκδοση ειδικών λευκωμάτων με θέμα τις φορεσιές των κατοίκων της Εγγύς Ανατολήςιχνηλατείται ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών ενδυμασιών[7].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ, Έντυπες πηγές 16ου-20ου αιώνα από τη Συλλογή Ι.Δ. ΚΟΙΛΑΛΟΥ, ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 333 μ.Χ-1700, Τόμος Α, εκδ.ΣΤΑΧΥ, Αθήνα 1999
Joseph Pitton de Tournefort «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους 1700-1702», από το έργο Relation d’un voyage du Levant, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.
Ignace de MOURADJA D'OHSSON, Tableau Général de l'Empire Othoman. Imprimerie De Monsieur, Paris 1787.
Jacqueline Tuffal, « Les Recueils de mode graves au XVIe siècle », Thèse, Ecole du Louvre, Paris, 1951, 2 vol.
Olga Augustinos, French odysseys : Greece in French Travel Literature from the Renaissance to the Romantic era, Baltimore-London ; John Hopkins University Press, 1994 ; Jean-Marie
[1] Ενδεικτικό της βαρύτητας του εγχειρήματος είναι το γεγονός ότι η ερευνητική αποστολή του χρηματοδοτείται από τον Λουδοβίκο ΙΔ'.
[2] Το ιστορικό, οικολογικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης τα έτη 1700-1702 διερευνά το βιβλίο-ντοκουμέντο, που εξέδωσαν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, του Γάλλου περιηγητή Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, με τίτλο: «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους», αποτυπώνοντας τα φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά.
[3] Το θέμα της πιστότητας άρχισε να απασχολεί τους περιηγητές γύρω στις αρχές του 18ουαιώνα, όταν οι συγγραφείς των οδοιπορικών επέλεγαν να συνοδεύονται από επαγγελματίες σχεδιαστές. Ο γάλλος περιηγητής τονίζει στον πρόλογό του ότι: «Η αφήγηση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή στον αναγνώστη, δίχως τις ακριβείς απεικονίσεις των περιγραφών του κειμένου».
[4] Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, η περιήγηση του Tournefort και των συνοδών του εμπνεύστηκε από τη λογική να ερευνηθούν σχεδόν επακριβώς όσα στοιχεία αναφέρονταν οι αρχαίοι συγγραφείς, Θουκυδίδης, Ηρόδοτος, Στράβων, Παυσανίας, Διοσκουρίδης και οι ποιητές από τους αρχαίους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τις συγκεκριμένες περιοχές, ταυτόχρονα με την επιστημονική τους αγωνία να δουν και να εξετάσουν απομονωμένες περιοχές της φύσης, που δεν ήταν εύκολη η πρόσβασή τους.
[5] Στον γενικό Πίνακα τη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ignace Mouradja d'Ohsson προσέλκυε την προσοχή του αναγνώστη πάνω στις προκαταλήψεις.
[6] Ρούχα, αντικείμενα, διακοσμήσεις, τουρκικής έμπνευσης.
[7] Η πρώτη αξιόπιστη ελληνική ενδυματολογική πινακοθήκη εντοπίζεται στο μνημειακό λεύκωμα του Charles de Ferriol που σχεδίασε ο Van Mour
0 Comments :
Δημοσίευση σχολίου