νεα κρητη totalfitness news

Από τ’ αγκλησσούδια της Λήμνου στα ξωκλήσια της Τήνου, ένας αέναος κύκλος.«σα θες να κάμεις χάρισμα, κάμε μια εκκλησία, Και κάτσε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία»

Η σημερινή μας συζήτηση θα κινηθεί γύρω από το θέμα των εξωκκλησιών, όπως αυτά οριοθετούν τα χωρικά πλαίσια της κοινότητας, άρα θα μιλήσουμε για χωριά και όχι για τη χώρα, αλλά συγκροτούν επίσης και μια θρησκευτική συμπεριφορά, μια λαϊκή θρησκευτική συμπεριφορά στα πλαίσια εκείνα που η λατρεία του θείου αποκτά υλική υπόσταση και δομή, δηλαδή μετατρέπεται σε ναό, στην συμβολική κατοικία του αγίου.
Εδώ θα πρέπει να δικαιολογήσω τον τίτλο που σκόπιμα τοποθέτησα ως αρχή για τον προβληματισμό μου: ερχόμενος για διακοπές το καλοκαίρι του 2011 στο νησί του Τήνου, μου προξένησαν μεγάλη εντύπωση τα πολλά ‘ξωκλήσια, που μαζί με τους περιστερώνες και τις ξερολιθιές σημαδεύουν και δίνουν μια ταυτοποίηση στο νησιωτικό τοπίο. Ειδικά όμως τα ‘ξωκλήσια είναι αυτά που προξενούν το ενδιαφέρον του μελετητή, ή καλύτερα του ανθρώπου που μάχεται να καταλάβει τι μπορεί να αντιπροσωπεύουν τα τόσα πολλά αυτά λευκά κτίσματα γι’ αυτό το νησί, διάσπαρτα και αφιερωμένα σε κάθε λογής άγιο. Οπότε και άρχισε σιγά, σιγά να με καταβάλει αυτό το γιατί, για ποιο λόγο άραγε να χτίζονται ή να χτίστηκαν σε χρόνο παρελθόντα όλα αυτά που σήμερα δίνουν μια ταυτότητα στον νησιωτικό αυτό χώρο.
Από την άλλη μεριά καταγόμενος από μια αγροτική στη βάση της κοινότητα, το Βάρος της Λήμνου, και βλέποντας γύρω από το χωριό να υπάρχουν μόνο τέσσερα ουσιαστικά και λειτουργικά ξωκλήσια προσπάθησα να αντιληφθώ και να τα αντιπαραβάλλω θέλοντας επί ματαίω να ανακαλύψω δομές και κοσμοθεωρίες που θα με βοηθήσουν να καταλάβω αν αυτό που είδα στην Τήνο ως τοπίο ή στη Λήμνο ως καθημερινότητα μιας και εκεί κατοικώ, συνιστά μια πραγματικότητά από μόνο του ή έχει και κάτι το πιο βαθύ, το πιο στοχαστικό.
Θα μου επιτρέψετε να αρχίσω τη σκέψη από την μικρή κοινότητα απ’ όπου και κατάγομαι θέλοντας να καταδείξω ακριβώς τις απαρχές όχι τόσο της λατρείας προς το θείο όσο την ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί στην πιο απλή του μορφή μέσω του κτισίματος ενός μικρού ναού, με τρόπο τέτοιο ώστε να μην εντοπίζεται η λαϊκή καλλιτεχνία όπως εδώ, στην Τήνο, αλλά αντίθετα η ναοδομία να εντοπίζεται μόνο σε τέσσερις σκεπασμένους τοίχους. Χωρίς γνώσεις αρχιτεκτονικής, παρά μόνον ενστικτωδώς και στα όρια εκείνα που η λογική μπορεί να υπάρχει στο μυαλό ενός εφήβου, και μιλώ για τα νεανικά μου χρόνια που άρχισα να παρατηρώ και να αποπειρώμαι να εξηγήσω το τι βλέπω, κοιτούσα εξωκκλήσια να λειτουργούνται μόνο την θερινή περίοδο, και από έναν αριθμό πιστών που ήταν δεν ήταν όλη η κοινότητα. το Βάρος λοιπόν, που ως οικισμός μεταφέρθηκε στη συγκεκριμένη του θέση μόλις το 19ο αιώνα, οπότε και βρίσκουμε την αντίστοιχη επιγραφή εντοιχισμένη στον ενοριακό ναό, χωροθετείται και οριοθετείται από τέσσερα μικρά ξωκλήσια.
Άφησα εσκεμμένα απ’ έξω το εξωκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους μιας και συνδέεται με την προφορική παράδοση της κοινότητας με αρκετά έντονο τρόπο, η θέση του ναού στο χώρο κάθε άλλο παρά τυχαία θα μπορούσε να θεωρηθεί: η παράδοση θέλει τον Άγιο να εμφανίζεται σε όραμα σε μια γυναίκα «πιστή, πρωτ’νή, θεοσεβούμενη» και να της λέει πως για να σωθεί ο οικισμός από την πανούκλα που μάστιζε το νησί σε έναν αόριστο χρόνο, βασισμένες στη μητροκεντρικότητα, «να κλώσ’τε κλωστή μονομερίτ’σα, να τ’ κάμ’τε τρίγια κάτγια, και αφού φάν’τε τρεις ποδγιές, μνιά τ’ Κ’στού, μνιά τς Παναγιάς και μνια δ’κιά μ’, να κάμ’τε εσπερινό και να κυκλώστε ούλο το χουργιό, κι ούλ’ να ‘στε ‘πο μέσα, απ’ τα δεξά τ’ς κλωστής, ούλ’! και τα ζα κι θα σωθείτε!», η κλωστή αυτή λοιπόν που καθαρίζεται και φτιάχνεται μέσα σε μια μέρα με την μαζική συμμετοχή των μελών του χωριού, είναι που το έσωσε από την πανούκλα, η παράδοση όμως δεν σταματά εδώ: μετά από μέρες λένε, πράγματι δεν πέθανε κανένας, ερχόταν όμως από το γειτονικό χωριό, που απέχει περίπου δύο χιλιόμετρα δρόμο, μια γριά για να πάρει νερό από το Βάρος, εκεί λοιπόν που σήμερα είναι χτισμένος ο ναός του η γρια έβλεπε σύρματα που τύλιγαν το χωριό, εκεί πέθανε καθώς ήταν άρρωστη και προς τιμήν του θαύματος όλο το χωριό μόλις το ’60 περίπου έχτισε το ναό.
Δεν είναι ένα έθιμο όμως που μπορεί να περιοριστεί σε μια προφορική μαρτυρία όση ζωντάνια κι αν έχει αυτή. Είναι αυτό το κάτι περισσότερο, το κάτι ακόμη, αυτό που σου δίνει τη βάση για να σκεφτείς, για να βιώσεις αν μπορέσεις τι σημαίνει το έθιμο αυτό για την κοινότητα. προκαταβολικά αναφέρω πως είναι μια πρακτική εθιμική, που συμβαίνει στον κύκλο του χρόνου και σχετίζεται άμεσα με τον καθαγιασμό εκ νέου του χώρου και της κοινοτικής γης (στο χωριό τα βουνά είναι ακόμη κοινοτικά), πράγμα που αρκετοί αναφέρουν και επισημαίνουν . Από την άλλη όμως πρέπει νομίζω να στραφούμε στα πρόσωπα που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, είναι δυο γυναίκες, όχι άντρας, ο άντρας ιερέας παρουσιάζεται ως αυτός που προτείνει στην γυναίκα να μην ασχοληθεί με το όραμα της, να το παραβλέψει, ενώ οι γυναίκες, μέσω του παραδοσιακού τους ρόλου κλώθουν, έκλωθαν για την ακρίβεια μέχρι πολύ πρόσφατα την κλωστή για το έθιμο, η οποία τοποθετούνταν σε πανέρια και στη συνέχεια κάτω από την εικόνα της Παναγίας για δέηση στον ενοριακό ναό, και μάλιστα γυναίκες κρατούσαν το πανέρι στην λιτανεία, δίπλα από τον ιερέα, ενώ το μπαμπάκι καλλιεργείται στα μποστάνια του κάθε ενορίτη με σκοπό την προσφορά του στον Άγιο.
Γιατί όμως η γυναίκα, και γιατί εγώ να έδωσα τόσο μεγάλη έμφαση σε αυτήν την πτυχή του εθίμου; Γιατί μάλλον η νησιωτική Ελλάδα όπως η Dubisch και ο Vernier μας επιβεβαιώνουν, έχει διασωθεί και συντηρείται ακόμη, το σύστημα συγγένειας βασισμένο στην μητρογραμμικότητα, στην μητροκεντρικότητα και τέλος στην γυναικοτοπικότητα: εν ολίγοις η γυναίκα είναι υπεύθυνη για την οικό- νομία, είναι αυτή που θα κληροδοτήσει το σπίτι στην κόρη της, και θα δώσει το όνομα της μάνας της, με τα θηλυκά μέλη της γενιάς θα συνάψει στρατηγικές συμμαχίες, ενώ θα περιορίσει τον άνδρα σε ορισμένες μόνο δραστηριότητες, αυτά αν και λεπτομέρειες, μας εισάγουν στην κοσμοθεωρία του νησιώτη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και μας βοηθούν να καταλάβουμε πολλά.
Δεν τελειώνει όμως μόνο εδώ η οικείωση του ιερού και του θείου, θα ήταν καλά να τελείωνε με το κτίσιμο του ναού. Κάθε χρόνο, παραμονές της γιορτής του γίνεται έρανος όπου και τα χρήματα που μαζεύονται δαπανώνται για τον στολισμό με λουλούδια στην συμβολική του κατοικία, και φτιάχνεται από τις γυναίκες ένα μνημόσυνο, κόλλυβο, στο οποίο διαβάζεται ευχή για όλα τα μέλη της κοινότητας και μοιράζεται στους πιστούς. Θεωρείται πως διώχνει την αρρώστια από τα ζώα και τους ανθρώπους, καθώς και τα φυτά, είναι το παράδειγμα εκείνο που αποτελεί τη βάση για να δούμε πώς και σε ποιον βαθμό οικειώνεται ο άνθρωπος το θείο και προσπαθεί να το λατρέψει.
Τα τέσσερα ξωκλήσια που αν τα ενώσουμε κάνουν έναν κύκλο μαγικό που μέσα τους περικλείουν το χωριό είναι τόσο σημαντικά ώστε και τα ονόματά τους βοηθούν στην γονιμότητα, την παραγωγή και την αναπαραγωγή της κοινότητας, εν τέλει στη διαβίωσή τους ες αεί σε έναν χώρο που η συνεχής παρουσία του εντοπίζεται μόλις τρεις αιώνες και η ενοριακή του εκκλησία κάηκε και αναστηλώθηκε στα τέλη του ’70.
Τα ξωκλήσια αυτά πανηγυρίζουν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, εκτός από τον Άγιο Γιώργη στα μνήματα που λόγω της θέσης του και της αντίληψης για τον κάτω κόσμο μπορεί και να μην λειτουργηθεί.
Σημαντικές πληροφορίες για τη θέση ναών παίρνουμε εύστοχα από την Παπαχριστοφόρου και το σημαντικότατο έργο της για τους Λειψούς, ειδικά όταν αυτή θα κάνει λόγο για τους αφηγηματικούς χάρτες της κοινότητας που μελέτησε, και αν το επαληθεύσουμε στο Βάρος θα δούμε πως μάλλον έχει δίκιο: όπου βρίσκουμε κατά κύριο λόγο ιστορίες και θρυλούμενα για θεριά, ξωτικά, μάγους, φαντάσματα και θησαυρούς έχουμε στο πλάι και μια εκκλησία με σκοπό να καθαγιάσει το χώρο που φαντάζει. Θα σημειώσουμε λοιπόν τα παρεκκλήσια του Άη Γιώργη στο νεκροταφείο, με μια πηγή από όπου βγαίνει φίδι με κεφάλι προβάτου και έχουμε καταγράψει πολλές μαρτυρίες ότι το είδαν αρκετοί, θα δούμε επίσης την Αγία Παρασκευή στο Λιβάδι, που η εικόνα της βρέθηκε εντοιχισμένη μέσα σε πέτρινο τοίχο ή σε τρεις βουρλιές από έναν τυφλό του χωριού, την Αγία Κυριακή στη θέση Χαλαμαντάραινας Μάντρα, όπου η μάντρα είναι στοιχειωμένη, το «στασίδι» του Αγίου Ραφαήλ ή Νικολάου στην ίδια ευθεία όπου σήμερα εξακολουθεί να βγαίνει το φάντασμα κάποιου που σκοτώθηκε εκεί, τον Άη Γιάννη στο Σκιόπετρο , δίπλα σε ρυάκια, και τέλος, την Αγιά Καμάρα όπου η παράδοση τη θέλει να φτιάχτηκε από έναν πετρωμένο άνθρωπο που κείτεται εκεί σε σχήμα καμάρας, ενώ παράλληλα μας δίνει πολύ καλές πληροφορίες μέσω του μύθου για την καταγωγή των νεότερων λημνίων:
Κάποτε λοιπόν, λένε όλοι στο Βάρος, η Λήμνος και η Σαμοθράκη ήταν ένα, ο Θεός θέλησε να καταστρέψει το νησί και εμφανίστηκε στον ύπνο ενός φτωχού άντρα κι αφού του είπε για τον κατακλυσμό και το κακό που θα γινόταν τον προειδοποίησε να φύγει με την οικογένειά του αλλά να μη γυρίσει πίσω να δει τι γινόταν ότι κι αν άκουγε, όποιος κι αν τον καλούσε. Σηκώθηκε λοιπόν το πρωί κι έφυγε, μαζί με τη γυναίκα, τα παιδιά και τα δυο του βόδια, αλλά φοβούμενος και πονηρός σκέφτηκε να ανοίξει τα πόδια του και να σκύψει για να δει το κακό που συνέβαινε: ξαφνικά μαρμάρωσε με ανοιχτά τα πόδια, τα βόδια που γυρίσανε να δουν το αφεντικό μαρμάρωσαν κι αυτά ενώ το ραβδί του μετατράπηκε σε αγριαχλαδιά και σώζεται το δέντρο, βακούφικο, ακόμη. Τα παιδιά του έκαναν το ίδιο στη θέση Λέρα ενώ μόνο η γυναίκα σώθηκε φτάνοντας στη χώρα, κι έφυγε. Στο σημείο αυτό, χτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ή Αγιά Μαρίνας , δίπλα της έχει ακόμη την καμάρα του άντρα εκείνου, στο σηκό της δυο κολώνες θυμίζουν τα βόδια ενώ το ραβδί στέκει ριζωμένο. Ας σημειωθεί πως για το χωρισμό αυτόν των δυο νησιών υπάρχει και άλλη ιστορία μάλλον αναφερόμενη σε γυναίκα.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ!! Σας παρακαλούμε πατήστε LIKE - "Μου αρέσει"!!

 
Top