Ανάμεσα στους διάφορους ελληνικούς τόπους όπου άνθησε η λαϊκή λιθογλυπτική, την Ηπειρο, τη Μακεδονία και το Πήλιο, τη Μάνη, τη Χίο, την Πάρο και τη Νάξο, η Τήνος αξιώθηκε μιας μεγάλης τιμής: να πρωτοστατήσει μετά το 1821 στην ανοικοδόμηση και τον καλλωπισμό του ελεύθερου ελληνικού κράτους και να αναδείξει κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής γλυπτικής. Και ακόμη να παραμείνει έως σήμερα το μοναδικό κέντρο όπου ο ήχος του μαντρακά δεν έπαψε ν’ αντηχεί και το καλλιτεχνικό κλίμα να συντηρείται.
Ανανεώνοντας από τα χρόνια της Βενετοκρατίας τη βαθιά ελληνική παράδοση πάνω στο μάρμαρο, η Τήνος αναδείχθηκε το πιο σημαντικό κέντρο λιθογλυπτικής στην Ελλάδα. Η ανάπτυξη της τοπικής μαρμαροτεχνίας συγκεντρώνεται γύρω από δύο μεγάλα κέντρα: Τα χωριά Πύργο και Ιστέρνια στην Οξω Μεριά, όπου και τα λατομεία μαρμάρου: Στην περιοχή αυτή, αντίθετα με τις άλλες περιοχές του νησιού, οι κάτοικοι δεν είναι γεωργοί, αλλά τεχνίτες και ναυτικοί. Ολόκληρες οικογένειες καλλιεργούν κληρονομικά την τέχνη του μαρμαρογλύπτη και από ’δω ξεκινούσαν για τις περιοδείες τους. Οι αφετηρίες της τοπικής μαρμαροτεχνίας πρέπει να τοποθετηθούν στα χρόνια της βε-νετσιάνικης κυριαρχίας. Αν και το μέγιστο μέρος των λιθογλυπτών που σώζονται ανήκουν στον 18ο και 19ο αιώνα, η έναρξη της ακμής τοποθετείται αρκετά πριν το 1720-1730 που θεωρείται ως σημείο αρχής του χρυσού 18ου αιώνα της νεοελληνικής χειροτεχνίας. Από τον 17ο μόλις αιώνα, οι μαρμαράδες μαστόροι ακολουθούσαν τους οικοδόμους σε ολόκληρο το νησί, κατασκευάζοντας μαρμάρινα μέλη οικοδομών και διακοσμητικά ανάγλυφα, ή συνδύαζαν και τις δύο ιδιότητες (του μαρμαρά και του οικοδόμου), όπως συνάγεται από επιγραφές:
1662 ΗΡΧΕΨΑ ΚΕ HKTYCA TIN E/KAICYAN ΚΕ ETEAIOCA ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΕΓΩ 0/1Ω ΑΠΕΡΓΗΟ ΚΟΝΤΟΦΡΑΝΤΖΕΟ(ΚΟΥ) 1664.
Κέντρο
Η αρχή του 18ου αιώνα βρίσκει σε μεγάλη άνθηση την τηνιακή μαρμαρογλυπτική. Τα τοπικά κέντρα ακμάζουν οικονομικά και πολιτιστικά. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται έντονη άμιλλα, όπως και ανάμεσα στα εργαστήρια και στους μαστόρους, που συντηρεί τη δημιουργία και οδηγεί σε τελειότερες μορφές. Πολύ σύντομα η μαρμαρογλυπτική του νησιού θα σπάσει τα τοπικά όρια. Γίνεται πλανόδια και κατακτά ολόκληρο το συναλλακτικό κύκλωμα του ευρύτερου Ελληνισμού. Οι τεχνίτες περιοδεύουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη νησιώτικη και τη στεριανή Ελλάδα, το Αγιον Ορος, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Βαλκανική, τη Ρωσία, την Αίγυπτο. Από τις οικογένειες αυτές των μαρμαράδων θα βγουν αργότερα κορυφαίοι εκπρόσωποι της επώνυμης νεοελληνικής γλυπτικής, ο Χαλεπός, ο Φιλιππό-της, οι Βιτάληδες, οι Φυτάληδες, οι Σώχοι, οι Λυρίτηδες, οι Μαλακατέδες κ.ά.
Συνεκτιμώντας ποικίλους παράγοντες μπορούμε να εντοπίσουμε τις αιτίες που οδήγησαν στη γέννηση του φαινομένου στα εξής τέσσερα σημεία:
α) Την αφθονία της πρώτης ύλης (μάρμαρο) που εξορύσσεται στην περιοχή ακριβώς όπου άνθησαν τα τοπικά κέντρα.
β) Τη διαμόρφωση κατάλληλων ιστορικών και κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.
γ) Τον πολύπλευρο ρόλο των Βενετών (ευκαιρίες που πρόσφερε η οικοδόμηση αρχοντικών, θετική θέση της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στην πλαστική, βενετσιάνικη καλλιτεχνική επιρροή, εντοιχισμός οικοσήμων) και
δ) Την πιθανή προγενέστερη επιβίωση. Φαίνεται πιθανό να μη σταμάτησε ποτέ εντελώς μια στοιχειώδης εφαρμογή των τεχνικών του μαρμάρου, αν και οι μαρτυρίες που διαθέτουμε σήμερα δεν επιτρέπουν την τεκμηρίωση συνέχειας.
Η ακμή
Από 'δω και πέρα η τοπική μαρμαρογλυπτική φτάνει στη μεγάλη ακμή της μέσα στην ελληνική αναγέννηση του 18ου αιώνα. Με τη δημιουργία, αργότερα, του νέου ελληνικού κράτους και τις αλλαγές των κοινωνικών δομών, ο εργαστηριακός χαρακτήρας της διευρύνεται και ταυτόχρονα διαφοροποιείται. Οι τηνιακοί τεχνίτες χρησιμοποιούνται από ξένους και Ελληνες αρχιτέκτονες, σχεδόν αποκλειστικά, για την ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας, τα μέγαρα, τις εκκλησίες και τις αναστηλώσεις των αρχαίων μνημείων. Τα παλιά ανάκτορα (Βουλή), το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο, το Μουσείο, το Πολυτεχνείο, το Αρσάκειο, το Στάδιο, πολλά αρχοντικά και εκκλησίες (όπως η Μητρόπολη, η Χρυσοσπηλιώτισσα, η Αγία Ειρήνη, η Ζωοδόχος Πηγή, η Αγία Τριάδα Πειραιώς) και αρχαία μνημεία (Παρθενώνας, Ταύρος Κεραμικού, Λέων της Χαιρωνείας, Ολυμπία κ.ά.) φέρουν τη σφραγίδα της τηνιακής σμίλης.
Μέσα από αυτούς τους μαρμαράδες ξεπηδούν οι πρώτοι μαθητές του Πολυτεχνείου και μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών. Πολλοί μαστόροι, που έρχονται από την Τήνο στην Αθήνα, ανοίγουν εργαστήρια και δημιουργούν ένα ισχυρό δευτερογενές κέντρο, που λειτουργεί παράλληλα με εκείνα του νησιού. Ετσι, σε μια πρωτεύουσα δίχως καλλιτεχνική υποδομή, καλλιεργείται ζηλευτό καλλιτεχνικό κλίμα. Παράλληλα όμως οι τηνιακοί μαστόροι της Αθήνας, ζώντας και δουλεύοντας έξω από το χειροτεχνικό τους περιβάλλον, απομακρύνονται από την παράδοση και υιοθετούν αστικές και νεοκλασικές μορφές.
Ηδη από τις αρχές αυτής της περιόδου -και πολύ περισσότερο με την ίδρυση έδρας γλυπτικής στο Πολυτεχνείο (1847)- συντελείται η διάκριση ανάμεσα στον εμπειρικό μαρμαρογλύπτη-μάστορα και τον σπουδαγμένο γλύπτη-καλλιτέχνη.
Τα εργαστήρια
Σιγά-σιγά ο αντίκτυπος των επιρροών, η αλλαγή του τρόπου ζωής και η αφαίμαξη ανθρώπινου δυναμικού προς τα μαρμαράδικα της Αθήνας πλήττει τα ξωμερίτικα κέντρα, αν και ώς τη δεκαετία του ’50 η ζωτικότητά τους εν μέρει διατηρείται. Στην ίδια την Τήνο λειτούργησαν μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αρκετά εργαστήρια, από τα οποία τα σπουδαιότερα ήταν: Στον Πάνορμο (Πύργος, Παραλία Πανόρμου), του Γεωργίου Καπαριά που αργότερα πήρε ο γιος του Κώστας, του Γιάννη Καπαριά, του Μιχαλάκη Λυρίτη, του Δημήτρη Λυρίτη, του Γιάννη Λυρίτη-Καραΐσκου, του Στρατή Φιλιππότη και στη συνέχεια του γιου του Γιάννη, του Νικόλα Περράκη, του Μιχάλη Κουσκουρή, του Γιάννη Χαλκιόπουλου- στα Ιστέρνια, του Νικολάου Ρήγου -Σιλιβάνη, του Γιάννη Ονούφριου Βιδάλη και του Γιακουμή Βιδάλη ή Μαυράκη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίζουν να λειτουργούν μόνο τέσσερα και στη δεκαετία του 70 δεν έχει απομείνει παρά εκείνο του μπάρμπα-Γιάννη Φιλιππότη στον Πύργο.
Τότε ακριβώς (1978-80) είναι που επανεμφανίζεται το αποξεχασμένο για πάνω από έναν αιώνα λαϊκό ανάγλυφο. Νέες συνθήκες, όπως ο «φολκλορισμός», η αύξηση του τουριστικού ρεύματος και η οικοδόμηση εξοχικών σπιτιών και ξενοδοχείων παραδοσιακού τύπου, επαναφέρουν στο προσκήνιο φεγγίτες, υπέρθυρα, διακοσμητικές πλάκες, βρύσες και μικρά ανάγλυφα. Νέοι τεχνίτες ανοίγουν εργαστήρια στον Πύργο, στη Χώρα και σ’ άλλα χωριά. Παράλληλα, η αναμφισβήτητα υψηλότερη - και δυσκολότερη - εκκλησιαστική μαρμαρογλυπτική συνεχίζει το δρόμο της, στολίζοντας τις εκκλησιές με τέμπλα, άμβωνες, δεσποτικούς θρόνους, προσκυνητάρια, καμπαναριά, πιστή στο νεοβυζαντινό ρυθμό της. Ο Πύργος παραμένει και σήμερα το μόνο κέντρο στην Ελλάδα που επιβιώνει. Τα νταμάρια συνεχίζουν πάντα να βγάζουν το μάρμαρο. Στα εργαστήρια χρησιμοποιούν ακόμη κάποια παραδοσιακά εργαλεία. Από το 1956 λειτουργεί στο χωριό και «Προπαρασκευαστική Σχολή Καλών Τεχνών».
Κοντά 5.000 χρόνια αντηχεί η ελληνική σμίλη σ’ αυτές τις θάλασσες. Από τα κυκλαδικά ειδώλια και το κλασικό θαύμα, ως το βυζαντινό ανάγλυφο και τον τηνιακό μαρμαρογλύπτη, η ίδια Ελλάδα χτυπάει στο σφυγμό της πέτρας και τραγουδάει με καμάρι στο τραγούδι της κοπελιάς:
Εμένα το πουλάκι μου δε σπέρνει, δε θερίζει, / μόνο το μαντρακά βαστεί και μάρμαρα σκαλίζει. / Αμπέρι μου των αμπεριώ, στολίδι των παλικαριώ.
Αλέκου Φλωράκη
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
15.8.1993


0 Comments :
Δημοσίευση σχολίου