Δημιούργησε σπουδαίους πίνακες όπως τα «Αρραβωνιάσματα», «Το κρυφό Σχολειό», την «Ιστορία», «Τα ορφανά», την «Kαταστροφή των Ψαρών» κι άλλους που έχουν σφραγίσει την ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής. Αν και διέπρεπε στην Ευρώπη, η καρδιά και το βλέμμα του ήταν στραμμένα στην Ελλάδα. Εμπνεόταν από την ιστορία της και λάτρευε τη φύση, το ελληνικό πνεύμα, τη δημοτική μουσική. Πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες επηρεάστηκαν από την τέχνη του.
Γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου το 1842. Οι γονείς του κατάλαβαν από νωρίς το ταλέντο του και γι΄ αυτό εγκαταστάθηκε μαζί με τον πατέρα του στην Αθήνα. Το μικρό ξυλουργείο του πατέρα του, στην οδό Kαλαμιώτου, θα αποτελέσει τη νέα οικογενειακή εστία του 8χρονου Γύζη. Πήγε στο Σχολείο του Kαραμάνου, στην οδό Αθηνάς. Την εποχή εκείνη αντέγραφε χαρακτικά και εξασκούνταν στο σχέδιο. Λόγω ηλικίας, παρακολουθούσε ανεπίσημα μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Αν και ακροατής, στον ετήσιο διαγωνισμό των μαθητών βραβεύτηκε για την ξυλογραφία του «Πελαργός ιστάμενος». Όταν μπήκε πια επισήμως στη σχολή, με δασκάλους τους Φίλιππο Μαργαρίτη, Αγαθάγγελο Τριανταφύλλου, Raffaelo Ceccoli, Ludwing Thriersch, Πέτρο Παυλίδη - Μινώτο, Βασίλειο Kαρούμπο - Σκόπα, συστήνεται από τους ίδιους στον βασιλέα Οθωνα ως ο πιο ταλαντούχος φοιτητής του Πολυτεχνείου.
Ο φίλος του Νικηφόρος Λύτρας τον συστήνει στον πλούσιο Τηνιακό Νικόλαο Νάζο, ο οποίος θα τον υποστηρίξει για να πάρει υποτροφία από το Ιδρυμα Ευαγγελίστριας Τήνου. Τελειώνοντας το Πολυτεχνείο κι έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, η υποτροφία που τόσο πολύ επιθυμούσε, έρχεται, και αναχωρεί από το λιμάνι της Σύρου για το Μόναχο, το 1865. Εκείνη την εποχή η πόλη αυτή ανθούσε. Ο ελληνολάτρης Λουδοβίκος ο Α' της είχε προσδώσει παγκόσμια ακτινοβολία, κι έτσι ο Γύζης βρέθηκε στο σταυροδρόμι των καλλιτεχνικών επιρροών. Φτάνοντας εκεί, συναντήθηκε αμέσως με τον Λύτρα, επισκέφθηκε μαζί του την Alte Pinakothek, χώρο όπου προτείνεται η μοντέρνα για την εποχή ζωγραφική, και το M¬nchner Kunstnerein. Ουσιαστικά θα σπουδάσει και θα διαμορφωθεί στην Ακαδημία του Μονάχου έχοντας δάσκαλο τον Kαρλ Πιλότι, που εθεωρείτο ανανεωτής της γερμανικής ζωγραφικής. Ωστόσο, πάντα θα διακατέχεται από νοσταλγία για την πατρίδα του και δεν παύει να επαναλαμβάνει: «Ωραία είναι η Ιταλία, ωραία η Γερμανία, αλλά η Ελλάς ωραιοτάτη...».
Το 1872 επιχειρεί το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα για να επισκεφθεί τους δικούς του αλλά και και να διερευνήσει τις συνθήκες μιας πιθανής επιστροφής. Οργανώνει ατελιέ στο σπίτι του πατέρα του, στην οδό Θεμιστοκλέους 18. Επισκέπτεται τα αθηναϊκά περίχωρα, κυρίως τα Μέγαρα, όπου ο μετέπειτα πεθερός του Νικόλαος Νάζος έχει τις επιχειρήσεις του, αποτυπώνει εντυπώσεις σε ό,τι αφορά το φως και το χρώμα. Ο νεοφερμένος ζωγράφος κάνει πορτρέτα στον πατέρα και τη μητέρα του, στον ευεργέτη του Νάζο. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνας του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα.
Την επόμενη χρονιά ταξιδεύει με τον Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία. Σχεδιάζει χαρακτηριστικούς τύπους της Ανατολής, εσωτερικά σπιτιών και τοπία. Αυτός Αποκομίζοντας όλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα επιστρέφει στην γκρίζα Γερμανία. Επιστρέφει για δύο λόγους: αφενός γιατί έχει αποφασίσει να ζήσει εκεί για πάντα κι αφετέρου επειδή έχει απογοητευτεί από τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα.
Το 1877 ξαναγυρίζει στην Ελλάδα για να παντρευτεί την κόρη του προστάτη του, Αρτεμη Νάζου, με την οποία θα επιστρέψει στο Μόναχο. Εγκαθίσταται οικογενειακά πια, έρχεται σε επαφή με τους Έλληνες καλλιτέχνες που ζουν εκεί και συμμετέχει στις εκδηλώσεις τέχνης που άρχισαν να οργανώνονται συστηματικά από δημόσιους φορείς στην Αθήνα. Στη δεκαετία του 1890 καταλήγει σε μια ζωγραφική επίπεδη, γραμμική, ρέουσα, αυτή που ενσαρκώνει κατά κάποιον τρόπο το κίνημα Γιούγκενστιλ, το γνωστότερο και ως Αρτ Νουβό».
Ηταν βαθιά μορφωμένος καλλιτέχνης που δεν τον απασχολούσε μόνο η ζωγραφική. Λάτρευε τη μουσική, τον συγκινούσε ο Μπετόβεν και ο Βάγκνερ. Από τα πρώτα χρήματα της υποτροφίας του είχε αγοράσει μια κιθάρα για να ασκείται στη μουσική. Παρακολουθούσε με πάθος συναυλίες και όπερες. Η γυναίκα και τα παιδιά του ασχολούνταν με τη μουσική κι αυτό τον ενθουσίαζε. Είχε άλλωστε δηλώσει πως αν ξεκινούσε από την αρχή, θα γινόταν ποιητής ή μουσικός.
Πεθαίνει στο Μόναχο στις 4 Ιανουαρίου του 1901.Λέγεται πως η τελευταία του φράση ήταν η εξής: "Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι".
ΠΗΓΗ : http://www.texnospito.gr
0 Comments :
Δημοσίευση σχολίου